12 Απρ 2016

Οι άγνωστες περιπέτειες του γενναίου στρατιώτη Βολφ



Θα έπρεπε πρωτίστως να εξηγηθεί,
(η περίπτωση του στρατιώτη αποτελεί ένα ανθρωπολογικό αίνιγμα)
πώς δεν κατάφερναν οι σφαίρες να τον διαπερνούν.

Θα είχαν διογκωθεί οι φήμες για την άυλη σύστασή του
αν δεν τεκμηρίωναν τη δράση του οι δι' όψεως αναφορές.

Δεκάρα δεν έδινε ο γενναίος στρατιώτης Βολφ για τις μάχες που κέρδιζε ή έχανε
(η Ιστορική αποτύπωσή τους θα ήταν ένας κοινότοπος αποδέκτης της ασημαντότητας
και του νικητή και του νικημένου) ατάραχος ως εν υπνώσει, οδηγείτο στην κατεύθυνση που ο ίδιος είχε προσδιορίσει.

Οι οργιώδεις φήμες για την έκβαση της μάχης έφεραν μετ' αγωνίας της αρνητικής προσδοκίας τον γενναίο στρατιώτη Βολφ στα πρόθυρα της άνευ όρων συνθηκολόγησης.

Εκείνος προχωρούσε με το μειδίαμα του εκπεσόντος αγγέλου
επιδεικνύοντας την γλώσσα στον μυστακοφόρο τροχιοδείκτη.

κι όπως αναφέρουν τα βιβλία της μυθιστορίας στα νεανικά αναγνώσματα
ο ήρωας που νίκησε τον φόβο θα στρατοπεδεύσει στις καρδιές τους
και θα τους κάμει ακούραστους αγωνιστές
για το δίκιο της ζωής τους

29 Αυγ 2015

Σάρα


Μια χορδή σπασμένη κοφτερή σαν σουγιάς, τότε που συνάντησα τη Σάρα με τα βαθύφωνα μάτια, η έλξη της πτώσης, το σι δε βρήκε το ντο, κάποιο απ' τα μαρτέλα έχασε τη δουλειά του κι έπεσε απ' τον δέκατο τέταρτο όροφο, ποιος τώρα θα σ' αποζημιώσει θεατή, για το εισιτήριο που μπαινοβγαίνεις στην κόλαση, στο μπαρ που ξενυχτάει, στο μαξιλάρι που κρυφακούει, η Σάρα με τα βαθύφωνα μάτια, τα τριχωτά μάγουλα και τ' απολιθωμένα δάχτυλα που έτσι και ακουμπήσουν τα πλήκτρα, χάθηκες μαζί με τα άσημα εκείνα, που παράπεσαν από τα χειροφιλήματα, και τις ξανθιές περούκες, μαζί με τους τρουβέρους, και τα επινίκια, ναυαγοί που γλίτωσαν απ' τα στοιχεία της φύσης, με την επίγνωση του βυθού και την αφέλεια που εξαγοράζει ψευδεπίγραφα θαλασσοταραχής που ούτε τα έκτακτα δελτία είχαν μυριστεί, με φανούς θυέλλης και τα χέρια υψωμένα, ψάχνοντας απελπισμένα τη Σάρα που χάθηκε στη χαλασιά, μ' ένα σπίρτο σήμα κινδύνου, μόνο με ωκεανούς μετριέται ο άνθρωπος, μια σταγόνα στο μάγουλο φτάνει να ξεχειλίσει ο νους του και στη θέση του μια πέτρα ασήμαντη μαυριδερή σαν τις πατούσες της Σάρας που σαστισμένος προσπαθείς ν' ακολουθήσεις ανάμεσα στα βήματα του κόσμου που πια δεν ξεχωρίζει το σταυρό απ' το μαρτύριο, σε τράβηξε με βία απ' το πλήθος και σε πέταξε στη μέση της θύελλας, ν' αντιμετωπίσεις την οργή των βιολοντσέλων τη βαρβαρική φωνή των κοντραμπάσων, την απειλητική βροντή των τυμπάνων και συ να λαχταράς ένα άρπισμα απ' το ρίγος των δαχτύλων της Σάρας με τα βαθύφωνα μάτια που ολοένα δυσαρμονίζεται και παρακάμπτει την ιεραρχία των φθόγγων κι ακούγεται σαν σιωπή ή σαν ψίθυρος, με τους δείχτες του ρολογιού να γυρίζουν τόσο γρήγορα που δε βλέπεις πια παρά ένα κομμάτι χρόνου αμετακίνητο σαν βράχος, χαμένος ανάμεσα στα κυπαρίσσια, κρατώντας σφιχτά το εισιτήριο που σου έβαλε στο χέρι η Σάρα, ίσα που προλαβαίνεις το πρωινό λεωφορείο, ν' αδειάσει στη υψικάμινο μια αρμαθιά εργάτες, μαζί κι εσύ που δε βάσταξες ν' ανεβοκατεβαίνεις το ασανσέρ, πόρτα δεν έχει παρά μόνο τον καθρέφτη που σε κοιτάει, μέχρι να βρεις πού παράπεσε το μολύβι, το ποίημα πήρε την κατηφόρα μαζί με τα φθαρμένα καλώδια της γιορτής που αναβλήθηκε λόγω εκτάκτων συνθηκών, ποτέ να μην τα βάλεις με τα πυροβόλα μάτια της Σάρας, θα βρει αφύλαχτο το στήθος σου να μπει να φτερουγίσει κι ύστερα τι, θεατή, δυο πόδια σου περισσεύουν, ίχνη ασήμαντα, ακόμα χτυπάς το κουδούνι, η Σάρα δε μένει πια εδώ, μετακινήθηκε μόλις στο απέναντι κατάστημα, για πιο ευνοϊκές συνθήκες ηδονής, περάστε αύριο, έχουμε νέα παραλαβή, το ένα παπούτσι σου δεν έμοιαζε με τ' άλλο, γι' αυτό ποτέ δε βγήκες στο δρόμο, σημείωσε με ευγένεια την απουσία σου και με όση σου περισσεύει, γδύσου μπροστά στο εκκλησίασμα, εμβάπτισμα αγιότητας που δεν πωλείται στα φαρμακεία, σε δακρυγόνους κάδους σκουπιδιών, γυρεύοντας ένα μπουκάλι με βενζίνη, γιατί το σι δε βρήκε το ντο και πήρε την κατηφόρα, για τα βαθύφωνα μάτια της Σάρας, ο μαέστρος πνίγηκε στις ανθοδέσμες, κι εσύ λαθραναγνώστη, μαζεύεις απ' το πάτωμα πεντάγραμμα, να τα κολλήσεις στα τζάμια της βιτρίνας σου, μια ατελής πτώση που ένα σι σου στέρησε την επιφυλλίδα των αγγελιών πρόωρου τοκετού, άργησες πάλι στην ανακαίνιση του χειμερινού θεάτρου κι έχασες τη θέση σου στο θεωρείο, κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις τώρα που σου μιλώ με νοήματα, το ίδιο μούσκεμα, εγώ απ' έξω, εσύ από μέσα μεταξύ μας μια ανοργάνωτη μάζα υλικού πολέμου, κρύψου και μην πατήσεις τη σκανδάλη, θα τρομάξεις τους οικείους θορύβους, μπορεί να σε συλλάβουν για διατάραξη κοινής ενοχής, θα σε φυλακίσουν σ' ένα καμαράκι μαζί με παλιά κινηματογραφική μηχανή, να ψάχνεις καρέ καρέ το φευγαλέο πέρασμα της Σάρας και το πρωί θα σε βρουν να κοιμάσαι πίσω απ' το πανί μ' ένα κομμάτι μασημένης ταινίας στο στόμα και στο καπέλο σου να χορεύουν οι υπότιτλοι, η δεξίωση συνεχίζεται στο δέκατο τέταρτο όροφο με τα ποτήρια να αιωρούνται, ανάμεσα στις λευκές οδοντοστοιχίες κι εσύ να κλεισμένος στο ασανσέρ πατώντας απεγνωσμένα τα κουμπιά, τότε που έπεσες απ' το παράθυρο κινδύνου μαζί με τα ανορθόγραφα γράμματα που έστελνες στη Σάρα απ' το κομμάτι του κρεβατιού που σου αναλογούσε με τον επαναληπτικό ήχο της κομμένης ταινίας εντοιχισμένο στ' αυτιά σου, ξεκουμπώνεται μπροστά σου η μηχανή, φίλα με, τα γρασαρισμένα στήθια της, το ευρυγώνιο μάτι, η σχισμή που ρουφάει με απληστία το φιλμ και φτύνει τα αποκόμματα των εισιτηρίων, σε περιμένω στο επισκεπτήριο, ανάμεσα στις πέντε και στις έξι κλειδωμένος στην τουαλέτα για παν ενδεχόμενο, το κομμάτι της αιωνιότητας που σου αναλογεί, τιμητική αναφορά της παρουσίας σου, στον κατάλογο με τα δυσδιάκριτα ονόματα, μια υποψία αναπνοής στο λαιμό της Σάρας, σε ξυπνάει κάθε τόσο κάθιδρο, το ασανσέρ που ξεκινάει ξαφνικά, δεν πρόλαβες καν να βουρτσίσεις τα δόντια σου και βρέθηκες στη μέση της λεωφόρου να πατάς απελπισμένα το σήμα κινδύνου με τη σφυρίχτρα του τροχονόμου στο στόμα, το τρένο είπαν δεν κάνει στάση γι' αυτό κανένας δε ζήτησε την κάρτα σου, το πορτραίτο με τα υπνοφόρα μάτια της Σάρας, έγειρες στον ώμο του ελεγκτή σε νάρκη όλο μπλε πεταλούδες καβάλα στ' αλογάκι του θεού, με γυαλισμένα παπούτσια, ζαχαρωτά μνημόσυνα αρτήματα, γέμισε το βαγόνι λιποτάχτες που γύρισαν την πλάτη στις κάννες, ακέφαλα συντρίμμια απ' ρόδι που έσκασε στα χέρια της Σάρας, το γνώριζες από καιρό, η γέφυρα δεν θα κρατήσει πολύ μα εσύ απ' το πρωί φορτώνεις μετανάστες, χωράει κι άλλους ο βυθός σου, ένα καρέ απόμεινε να συμπληρώσεις το σενάριο ψάχνοντας κάτω από τα καθίσματα το χαρτάκι με το παρασύνθημα, έχασες τη γραμμή του ορίζοντα, οι θεατές κρεμασμένοι απ' τα κάγκελα περιμένουν την ανανέωση του χρόνου αναμονής για άλλη μια φορά ματαίωσες την πτώση και περιφέρεσαι ανάμεσα στα αναλόγια ως ξένος φθόγγος ή ως εκφυγή, ακροβατώντας στις ηλεκτροφόρες γραμμές, χρονομετρώντας τις παύσεις της αναπνοής σου κατάφερες πάλι να αποφύγεις την προεισόδιο κίνηση του μαέστρου, σκαρφάλωσες στον πολυέλαιο σίγουρος πως δε θα σε προσέξει κανείς εκτός από τη Σάρα με τα βαθύφωνα μάτια που μοίραζε χαρτομάντηλα στο θεωρείο, για άλλη μια φορά σε άρπαξε απ' το χέρι και σ' ακούμπησε προσεκτικά στην αρχή μιας άγραφης σελίδας, η ημιτελής λειτουργία σου σε σι ελάσσονα πατικωμένη ανάμεσα στα χειρόγραφα ανεκπαίδευτου χειριστή βαρέως οπλισμού, οι ενορίτες με το αντίδωρο στο χέρι για μιαν ανυπόγραφη συνθήκη αθανασίας σου επιτρέπουν μετά το εκκλησίασμα να βγαίνεις στον κήπο, ν' ακολουθείς τα άσπρα μυρμήγκια με βήμα εν δυο, τα ευφώνια ατύχησαν, οι τρομπέτες απέτυχαν, η παρέλαση διαλύθηκε χωρίς αντίσταση, θα φταίνε αυτοί που καίνε τα χλωρά χορτάρια, με βέργες χοντρές τινάζουν το σουσάμι, που συσσωρεύεται στα νομισματοκοπεία, κάτι θα μείνει και για σένα, θα σου χαρίσουν μια βραδυφλεγή φωτογραφία και μια μηχανή ελεγχόμενης αναπνοής, λίγα μέτρα επαναληπτικής δράσης όσο κρατάει μια δόση ηλεκτρικής εκκένωσης απ' το αγκάθι στα χείλη της Σάρας, η λάμπα τρεμοπαίζει, ας κλείσει κάποιος το παράθυρο επιτέλους και κάποιος να μοιράσει τα χειρόγραφα στους κριτικούς, έχουμε άνοιγμα αυλαίας με όσα πλήκτρα απόμειναν χωρίς το σι ενδεχομένως, τα μάτια σου κρεμάστηκαν στο στήθος της νοσοκόμας, όλοι απαίτησαν να ξανακαθίσεις στη θέση σου μα δεν υπήρχε άδεια παρά μια καρέκλα στην αίθουσα αναμονής, κάποιος έβαλε φωτιά στο σκουπιδοτενεκέ, ξέρουν πως δεν ήσουν εσύ, κανένας δε θα σου περάσει τις χειροπέδες, όσο κι αν επιμένεις πως βρισκόσουν, ανάμεσα στο σεσημασμένο πλήθος που έτρεχε να προλάβει το βραδινό δελτίο ειδήσεων, παραβιάζοντας όλες τις επισημάνσεις δυναμικής, οι όχθες χάθηκαν, τις σκέπασαν τα χάλκινα ουρλιαχτά απ' τις τρομπέτες που βυθίζονταν αργά, με το νερό ως στο στήθος μαζεύεις τους μισοπνιγμένους φθόγγους γυρεύοντας απελπισμένα εκείνον που ξέκοψε απ' τα βαθύφωνα μάτια της Σάρας και πήρε τους δρόμους ανέστιος, κάποιος τον βρήκε λιώμα σ' ένα μπαρ και τον παρέδωσε στους πρωινούς οδοκαθαριστές, κρύφτηκες καλά ανάμεσα σε σπασμένα γυαλιά και μουσκεμένες χαρτοπετσέτες, κανείς δε θα σε ψάξει εδώ στην αίθουσα δοκιμών της τελευταίας πράξης, ένα ψάρι φωσφορίζει στην οροφή, οι θεατές χορεύουν βαλς, με τα σωσίβια καλά στερεωμένα, αν ήσουν ψάρι θα γαργαλούσες τις πατούσες τους, μόνο που δεν είσαι παρά ένας μουσκεμένος θεατής όπως οι φθαρμένες καρέκλες στον βήτα εξώστη που χρόνια έχουν πολλά να ζεσταθούν από ευαίσθητους κώλους εν ενεργεία, αν ήσουν ψάρι θα ξεγλιστρούσες στις τσέπες τους και θα πετούσες στο δρόμο τα νομίσματα που συσσωρεύτηκαν στο καπέλο που πρότεινες ορθάνοιχτο στα ατσαλάκωτα βλέμματα και στην αδιασάλευτη διαδρομή των παπουτσιών, τέμπο ρουμπάτο τα αγγεία της μηχανής κυκλοφορίας, τα περιστέρια στο στήθος σου, τώρα ποιος θα μαζέψει τα νερά που μουσκεύουν τα πόδια σου την ώρα της σύσκεψης για τις περικοπές των φθόγγων, το κουτί με τις καραμέλες που ξέχασε φεύγοντας η Σάρα κι ένα χλωρό αμύγδαλο που δάγκωσες χωρίς να το σκεφτείς, το σκυλί που σε καταδιώκει κάθε πρωί που ξεκινάς να σε επαναφέρει στο σχηματισμό της αγέλης που πλημμυρίζει τα αγοραία πεζοδρόμια, κι εσύ δειλιάζεις να κοιτάξεις πίσω να μην πιστέψεις το τριαντάφυλλο που σε ακολουθεί πιστά μήπως και χρειαστεί να το κόψεις και δεις το αίμα σου να ζωγραφίζει στους τοίχους τα μάτια της Σάρας για να μη σε χάσουν την ώρα που θα ακροβατείς στα κάγκελα του κρεβατιού με μια κόψη μαχαιριού στο επόμενο βήμα σου απ' το κίτρινο σεντόνι της απόδρασης ψάχνοντας για το τρένο που πέρασε σφυρίζοντας μέσα απ' τα χέρια σου γεμάτο κραυγές και ικεσίες, κάπου θα βολευτείς κι εσύ ανάμεσα στα γόνατα της Σάρας, κάτι γαλάζια απογεύματα, νερά που ταξιδεύουν κι ονειρεύονται και στο διάδρομο ο μαέστρος να σε ξυπνάει βυθίζοντας τη μπαγκέτα στο μάγουλό σου, πάλι μόνος θεατή με τις μαύρες σανίδες και τους προβολείς που σε τυφλώνουν, δεν είμαι εγώ το σι, δε φταίω εγώ που η παράσταση δεν τελειώνει, φταίει το ντο που με αποφεύγει, το χέρι της Σάρας που με κρατάει απ' τα μαλλιά και με κλειδώνει στον περιστερώνα, έχει καλή θέα και προπάντων δε φτάνουν ως εδώ τα χειροκροτήματα, τα σημειώματα, οι ανθοδέσμες, τα κόκκινα φιλιά, πηδώντας το συρματόπλεγμα, καλόγερος που έχασε το δρόμο διασχίζεις σαστισμένος την εθνική οδό, το φιδίσιο χέρι περιδέραιο στο λαιμό της μοιραίας πριμαντόνας, η αποκάλυψη της διαδρομής της σκάλας με το σι σε ύφεση σε μια λυτρωτική αναβολή της πτώσης, εκεί που απαγορεύεται η διέλευση των χερουβείμ, ο καλός θεός δεν κοιμήθηκε καλά το βράδυ και σένα θεατή σε ξύπνησαν με το πιστόλι στον κρόταφο, εκεί που επιτέλους έπεφτε η αυλαία, ξαναμετράς τις ίδιες πλάκες, σκαλί σκαλί ανεβαίνεις στη σκηνή, η Σάρα σε ακολουθεί βήμα το βήμα να μη χάσεις την ατάκα κι αρχίσουν να ξεσφίγγουν οι γραβάτες και κάτω απ' τα φουστάνια ανοίξουν το στόμα τα μικρά κι ασήμαντα κροκοδειλάκια, μια ολόκληρη ζωή στο σι, πολλαπλές απόπειρες της πρώτης τονικής έλξης, που ξεχάστηκε σε μια παλιά παρτιτούρα, όταν ακόμα τα βιολιά ήταν ξεκούρντιστα, ο μαέστρος στουπί και η Σάρα σου κρατούσε το χέρι στην ουβερτούρα, κάθε πρωί που ορκιζόσουν πως δε θα συμβεί, πάλι ξυπνούσες με μάτια χορταριασμένα και γλώσσα δασύτριχη ανάμεσα στα πόδια της, κλάψε γοερά θεατή, το μαχαίρι βυθίστηκε στο στέρνο, εκδικήθηκε τους εραστές, στα άσπρα σου σεντόνια ρέει αίμα παρθενικό, η Σάρα σφουγγαρίζει τις πλάκες του ναού και στο βωμό σπαρταράει το πέος σου, αν είναι αλήθεια ότι έκλεισες τον σωστό ατζέντη η παράσταση θα κλείσει χωρίς το ντο, οι κριτικοί θα βγάλουν τα ρούχα τους και θα θωπεύουν το μαλακό τους υπογάστριο, οι κυρίες στο θεωρείο με το αινιγματικό χαμόγελο, στο μουσείο των αγαλμάτων κέρινη σιωπή, ο ιδρώτας κατεβαίνει ολοταχώς στα απόκρυφα σημεία της παρτιτούρας και μουσκεύει το αναλόγιο του μαέστρου, κάποιος να κλείσει τα μικρόφωνα επιτέλους να μην ακούγονται οι αναστεναγμοί των κυριών που προσπαθούν να ξεκολλήσουν τις βδέλλες απ' τα γόνατά τους, τα βαθύφωνα μάτια της Σάρας τρύπησαν την οροφή κι έτρεξαν όλοι στο μπαρ ν' αποφύγουν την ξαφνική βροχή, οίνος αφρώδης, ο τρομπετίστας στα φόρτε του, η ιδρωμένη μυρουδιά απ' τις μασχάλες του, θεατές και προεξάρχοντες, το βαλς της παρθενικής εξομολόγησης, το άρωμα που φοράτε μου θυμίζει τη Σάρα, τα πυροβόλα μάτια σας, κάποιος κατέβασε το γενικό, σε πήρε απ' το χέρι μια με αναλογίες καυτού μεσημεριού ταξιθέτις, άνοιξες το στόμα και κατάπιες τις καραμέλες, σ' αγαπώ, ψιθύρισες κοιτώντας τα άσπρα παπούτσια της κι ένιωσες να φουσκώνει η τσέπη σου από τα χαμόγελα που όλοι καιρό τα έκρυβαν και τώρα με τη σειρά τα χώνουν με τρόπο στη χούφτα σου κι εσύ θεατή ψάχνεις τρόπο να το σκάσεις, σε περιμένει στο καμαρίνι της με όλα τα λαμπιόνια αναμμένα, τα χέρια σου δεμένα στον αριθμό του εισιτηρίου, ψάξε θεατή, κάποιος θα έχει ξεχάσει το κλειδί, τα φώτα του διαδρόμου σε τυφλώνουν τρεις το πρωί, κι ακόμα σκουπίζεις τις νότες που γλίστρησαν στα σάλια του κλαρινέτου, είμαι εσύ ή εγώ ο δράστης της απαγωγής του σι, σκαρφαλώνεις στις ηλεκτροφόρες γραμμές ως φθόγγος εν απογνώσει, την ώρα που τα μαρτέλα, σφυρίζουν πάνω απ' το κεφάλι σου πάνω στις αγριεμένες χορδές ακροβατώντας, κοίταξες τα παπούτσια σου απορημένος, δεν τρέμουν πια κι ούτε γλιστρούν, άδεια λεωφόρος, μεσάνυχτα, περπατάς με σιγουριά πάνω στην άσπρη γραμμή, στ' αριστερά και δεξιά σου μουγκρίζουν οι μηχανές και συ περπατάς πάνω στο σι, σίγουρος πως κανείς δε θα σε βρει κρεμασμένο απ' το λαιμό της Σάρας ανάμεσα σε μολύβια, τσιμπιδάκια και ποντικόσκατα.

24 Αυγ 2015

Σταχτοδοχείο




Όπερα Δωματίου σε μία πράξη

Ουβερτούρα

Μυρουδιά καφενείου, καφές βαρύς γλυκός, στακ, στακ, χάντρες από κεχριμπαρένιο κομπολόι, καπνός βαρύς, βροχή, τσιγάρο άφιλτρο, ένα δίφραγκο, τάβλι κλειστό, τζαμαρία θαμπή, λεωφορείο, βήχας, ένας μουσκεμένος ποδηλάτης, στάχτη βαριά που ετοιμάζεται ν' αποχωριστεί την κάφτρα, ο γιος που απαρνήθηκε τον πατέρα, χρόνια σπαθιά, λαχαναγορά, μαυραγορίτες, σειρήνες συναγερμού, κουκούλα, καταδότης, βολή κατά ριπάς, παραθυρόφυλλα ερμητικά κλειστά, σημαίες, απελευθέρωση, σκυμμένο κεφάλι, μπάντες, παρελάσεις, θρήνος, φόβος, ο γιος που χάθηκε στο βουνό, Έθνος κασετίνα, σπίρτα, ανάσταση, τσάμικο, ερπύστριες, προεδρικά αεροπλάνα, ο κόσμος στο δρόμο, ο γιος που γύρισε μα δεν ήρθε στο σπίτι, Παλλάς με φίλτρο, εθνάρχες, ηγέτες, ευδαιμονία, ο γιος στην άλλη όχθη, πορείες, διαδηλώσεις, εκσυγχρονισμός, Μάλμπορο ελαφρύ, η μπάλα στα δίχτυα, εθνική παλιγγενεσία, πιάσαμε πάτο, κατοχή, χρόνια σπαθιά, σειρήνες συναγερμού, παραθυρόφυλλα κλειστά, σκυμμένο κεφάλι, μπάντες, παρελάσεις, θρήνος, φόβος, τσιγάρα στριφτά, ο καφές ένα δίφραγκο, σημαδεμένη τράπουλα, η βροχή, τζάμια θολά, χέρια σφιχτά, μυρουδιά καφενείου, τσιγάρο άφιλτρο, τασάκι τσίγκινο, στακ, στακ, οι χάντρες απ' το κομπολόι, θάνατος.

Σκηνή 1η

Μυρουδιά ανυπόφορη, κάγκελα, τεταρτάκι, τιριτόμπα, ένας φίλος, μια ψιλή, ζούλα, επισκεπτήριο, μάνα, κεφτεδάκια, απομόνωση, φεγγίτης, τσιγάρο αναμμένο στο πάτωμα, ήλιος, προαύλιο, νέα, ήττα, δάκρυ, ο πατέρας δήμαρχος, τεταρτάκι, ζούλα ένας ψύλλος, τετράδιο κρυμμένο στο στρώμα, γράμμα, αγαπημένη, ποίημα, χρονικό, ένα τσιγάρο ολόκληρο, φίλτρο, έξοδος.

Σκηνή 2η

Θάλασσα, ταξίδι, μπογιά, πινέλο, κατάστρωμα, κάγκελα, φαΐ, νερό, ύπνος, μπογιά, πινέλο, κρύο, βήχας, ελευθερία, τσιγάρο κινέζικο, μελιτζάνες τουρσί, βοδινό κονσέρβα, κουκέτα, μπογιά, πινέλο, λιμάνι, βότκα, έρωτας, επανάσταση, ζάρια, μποφόρ, ασύρματος, δε σ' ακούω καλά, ημερολόγιο, επιθεώρηση, πάγος, ρυμουλκό, σωσίβια λέμβος, κουκέτα, τραντζιστοράκι, ούτε ένα γράμμα, χιόνι, θάνατος.

Σκηνή 3η

Μπαρ, ρούμι, τεκίλα, ουίσκι, ποτήρια, τσιγάρα μπλέντεντ, καφέ φίλτρα, ξεκούμπωτοι στηθόδεσμοι, μουσική, ιδρώτας, άδειο ποτήρι, αγκώνας με αγκώνα, γόνατα, δάχτυλα, έρωτας στα ουρητήρια, χαρτονομίσματα, χαρτιά υγείας, ζωή μιας νύχτας, ρίγος, άσε με, μη μ' αφήνεις, λαιμός, μασχάλη, μισοσβησμένο τσιγάρο, πάτωμα, εσώρουχο, σεντόνι, ιδρώτας, μαξιλάρι, πόνος, ικεσία, έξοδος.

Άρια

Μυρουδιά αποχωρητηρίου, απεντέρωση, η κάφτρα στο καζανάκι, ειδήσεις των οχτώ, κόκκινο γαλάζιο, άσπρα δόντια, γραβάτες, απαλό κραγιόν, στήθια επιμελώς κεκαλυμμένα, καλεσμένοι, ποτήρια νερό, ζωντανές αποσυνδέσεις, τσιγάρο στις διαφημίσεις, ο υπουργός στο τηλέφωνο, διάψευση, σκουπίδια, απεργία, εκρήξεις, φόβος, δημοκρατία, άσπρα δόντια, ας αλλάξουμε θέμα, πολιτισμός, βραβεία, καπνός από τσιμπούκι, η ζωή μου, το έργο μου, οι άλλοι, μαγεία, μουσική, θεωρείο, όπερα, κιάλια, χαρτομάντιλα, άσπρα γάντια, μερσέντες, εργατικά εισιτήρια, ρετσίνα, κληματαριά, πετραδάκι, αυταπάτες, ο λαός στην εξουσία, ειδήσεις των οχτώ, μυρουδιά αποχωρητηρίου, η κάφτρα στο καζανάκι, θάνατος.

Χορικό

Κουκουνάρι, πέτρα, κελί, αμπέλια, προσευχή, αμπελοφάσουλα, διακονία, ευλογία, αθανασία, όρθρος, κουκουνάρι, πέτρα, κελί, αμπέλια, προσευχή, αμπελοφάσουλα, διακονία, ευλογία, αθανασία, όρθρος, κουκουνάρι, πέτρα, κελί, αμπέλια, προσευχή, αμπελοφάσουλα, διακονία, ευλογία, αθανασία, όρθρος, κουκουνάρι, πέτρα, κελί, αμπέλια, προσευχή, αμπελοφάσουλα, διακονία, ευλογία, αθανασία, όρθρος, κουκουνάρι, πέτρα, κελί, αμπέλια, προσευχή, αμπελοφάσουλα, διακονία, ευλογία, αθανασία, όρθρος, κουκουνάρι, πέτρα, κελί, αμπέλια, προσευχή, αμπελοφάσουλα, διακονία, ευλογία, αθανασία, έξοδος.

Σκηνή 4η

Παντόφλες, ζυγαριά, ποδήλατο γυμναστικής, μπουρνούζι, βεράντα, καρέκλες μπαμπού, κρυστάλλινο σταχτοδοχείο, χρυσή κάρτα πίστωσης, περιφέρεια 114, καπνός αβάνας, ψυγείο τετράθυρο, λαμπατέρ με βάση χορευτριούλας, μυρουδιά κρέμας νυκτός, η μόνα λίζα στο διπλανό μαξιλάρι, η ερωμένη στο μοτέλ, οι μετοχές στο ντουλάπι, το περίστροφο στον κρόταφο, θάνατος.

Σκηνή 5η

Πεζοδρόμιο, αποτσίγαρα, φωτεινές επιγραφές, πρώτη νύχτα στην πόλη, σακίδιο, περιπολικά, παξιμάδι, βήματα, φόβος, βιτρίνα, πρόσωπα, παπούτσια, φούστες κοντές, μοναξιά, κόμπος, κυνηγητό, γέφυρα, απόγνωση, υγρασία, τρένο, ύπνος, τρένο, ύπνος, τρένο, φωνές, σκουπιδοτενεκές, προφιτερόλ, ντομάτα, μανταρίνι, λάχανο, κονσέρβα ληγμένη, νερό στο πλαστικό, χαρτιά που δεν υπάρχουν, κυνηγητό, βόλτα στην αγορά, κεφάλι σκυφτό, βρισιά, βήματα, φαστ-φουντ, λουκάνικα, χάμπουργκερ, πείνα, πορτοφόλι, κυνηγητό, τρικλοποδιά, χειροπέδες, θάνατος.

Σκηνή 6η

Ξύλινη αυλόπορτα, βασιλικός, κληματόβεργες, βρύση, χρυσάνθεμα, τζουγκράνα, κήπος, περιβόλι, βεράντα, κερασιά, κόκκινα αυγά, γλυκόπιτα, λόφος, στάχυα, αμυγδαλιές, κάμπος, λεύκες, καρυδιές, άμμος, ποτάμι, κάματος, καμπάνα, εκκλησίασμα, κεριά, επιτάφιος, μνήματα, έξοδος.

Άρια

Δίσκος, καφέδες, σκούφος, ποδιά, σκούπα, λάντζα, πιάτα, ποτήρια, ποντίκια, κατσαρίδες, πατάτες, κρεμμύδια, κατσαρόλες, βρισιές, διαμαρτυρίες, αποφάγια στις τσέπες, λεφτά από βδομάδα, λάντζα, πιάτα, ποτήρια, δίσκος, καφέδες, σκουπίδια, πατάτες, κρεμμύδια, κατσαρόλες, καφέδες, δίσκος, λεφτά από βδομάδα, θάνατος.

Χορικό

Μυρουδιά λαχανόσουπας, μπαλκόνια, ρούχα απλωμένα, κεραίες, διαφημιστικά, σφουγγαρίστρες, η ζωή στην κατσαρόλα, η ζωή στη γυάλινη οθόνη, η ζωή χωρίς ζωή, μυρουδιά λαχανόσουπας, μπαλκόνια, ρούχα απλωμένα, κεραίες, διαφημιστικά, σφουγγαρίστρες, η ζωή στην κατσαρόλα, η ζωή στη γυάλινη οθόνη, η ζωή χωρίς ζωή, μυρουδιά λαχανόσουπας, μπαλκόνια, ρούχα απλωμένα, κεραίες, διαφημιστικά, σφουγγαρίστρες, η ζωή στην κατσαρόλα, η ζωή στη γυάλινη οθόνη, η ζωή χωρίς ζωή, μυρουδιά λαχανόσουπας, μπαλκόνια, ρούχα απλωμένα, κεραίες, διαφημιστικά, σφουγγαρίστρες, η ζωή στην κατσαρόλα, η ζωή στη γυάλινη οθόνη, η ζωή χωρίς ζωή, έξοδος.

Φινάλε

Θεατές, βελούδινα καθίσματα, προβολείς, σκηνικά, ανθοδέσμες, αρώματα, γυαλιστερά αυτοκίνητα, ακριβά ρεστοράν, σερβιτόροι, απεριτίφ, πάπια αλ' οράνζ, μαύρη τουαλέτα, μαργαριτάρι, ώμος, μασχάλη, σιγαρίλος, κόκκινο κραγιόν, βλεφαρίδες, ντεκολτέ, επιδόρπιο, μπαρ, ρούμι, τεκίλα, ουίσκι, μουσική, ιδρώτας, άδειο ποτήρι, καπνός αβάνας, κάγκελα, κρεβάτι, μισοσβησμένο τσιγάρο, πάτωμα, εσώρουχο, σεντόνι, ιδρώτας, φινάλε, χειροκροτήματα, αυλαία.

1 Ιουλ 2014

ως γεγονός ο θάνατος


Θα έρθει ο καιρός που θα γίνουμε όλοι χώματα
και οι ελαφριές πατημασιές της γάτας
θα μας θυμίζουν πόσο άξεστοι ζήσαμε
το δώρο της ζωής

11 Ιουλ 2013

άνθρωπος άνθρωπος













Μισός αιώνας
άνθρωπος άνθρωπος
στη μοιρασιά η εξουσία
το ζύγι κλέβει λίγα γραμμάρια
αρκετά για να γυαλίσει τα δόντια της
αν ήμουν πέτρα
θα γυάλιζα τις γωνίες μου
να πέσει και να πληγωθεί θανάσιμα
ο άνθρωπος
που αιώνες τώρα επιμένει
πως είναι
άνθρωπος

10 Ιουλ 2013

Dripping

                
                             






                                                Στη Βάλια

H σκόνη που τινάζεις την ώρα που καθρεφτίζεσαι
το κοκκινάδι στα χείλια
η μπλούζα με τα αινιγματικά ξέφωτα
γίνονται άγρια αναμονή
γι' αυτούς που σε ακολουθούν
ready-made
“αίνιγμα ενός φθινοπωρινού απογεύματος”
η κραυγή
“Από το σάπιο σώμα μου θα ανθίσουν λουλούδια
και θα είμαι μέσα τους και αυτή είναι η αιωνιότητα”

Αξίζει να πλημμυρίζεις το πάτωμα
ξερνώντας χρώματα

27 Ιουν 2013

arco

Έχω ένα βιολί
στο σώμα του χαραγμένη μεριές μεριές η παρακμή του
τι φταίει το δύστυχο
αν εγώ στις χορδές του βλέπω νυχτερινές λεωφόρους
αποτσίγαρα και καμένους κάδους σκουπιδιών;

Έχω ένα δοξάρι
ακριβό το ρετσίνι
από δω κι εμπρός θα το λέω ξίφος

Έχω και μια περγαμηνή με στίχους αρχαίους
- δοκίμασε τα λάθη σου
κρασί που πάλιωσε μαζί τους
ώρα είναι να το πιεις
κι ελεύθερος να βγεις στο δρόμο

21 Μαΐ 2013

ο τελευταίος ασπασμός


Ήταν όμορφη στα νιάτα της

Ούτε τώρα γύρισε να με κοιτάξει
πνιγμένο στ' αγριολούλουδα

18 Μαΐ 2013

τι χαρά, σκίζει η βάρκα τα νερά

Ιδού ο νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός

Το ραδιόφωνο εσιώπησε
Τα παραθυρόφυλλα έκλεισαν

Μια μαύρη σημαία κυματίζει
κι εσύ επιμένεις να κάνουμε έρωτα

ξυπνητήρι έβαλες;

17 Μαΐ 2013

θέματα στατιστικής

Ακόμα να φανεί η νύφη

κι ο γαμπρός στις σκάλες κρατάει σημειώσεις

Τόσο το κρασί
τόσο το λάδι
οι λαμπάδες
τα κουφέτα

Κάπως έτσι μεγαλώνουν τα παιδιά
με γάλα και μπακαλοτέφτερα

15 Μαΐ 2013

νεροσταγόνα


Μια σταγόνα ξεκίνησε
ύστερα αυλάκι
χωρίς καλά ν' αντιληφτεί
έγινε ρυάκι

Τώρα ποταμός, αιώνια θ' αναρωτιέται
γιατί βρέχει κάθε φθινόπωρο

30 Απρ 2013

Στο κατώφλι του κόσμου

Στο κατώφλι του κόσμου σταματώ
τις μέρες μου φυλλομετρώ
χρόνια που φύγαν’ δίχως τύψεις
δίχως ποτέ ν’ ανακαλύψεις
ότι ήμουν σημάδι στον καιρό
σ’ ένα λιμάνι βροχερό
δίχως να κάνω ένα βήμα
για να γλιτώσω απ’ το κύμα

πια δεν ξέρω αν φταίω ή αν φταις
και ‘συ που γέλαγες εχτές
με του ανέμου τα παιχνίδια
και του κορμιού σου τα στολίδια
ήσουν ένα φεγγάρι στο βυθό
μες στα νερά σου να χαθώ
να ονειρευτώ και να ξεχάσω
πως αν ξυπνήσω θα σε χάσω

μην θαρρείς πως για σένα δε ρωτώ
σφιχτά το χέρι σου κρατώ
να μη γλιστρήσεις στο σκοτάδι
μέσα στης λήθης το πηγάδι
της ζωής μου η άγονη γραμμή
μου σημαδεύει το κορμί
και στα βαθιά με ταξιδεύει
με ξεγελάει και με παιδεύει

την εικόνα σου πλάθω με νερό
για τη σώσω απ’ τον καιρό
μέσα στο πλήθος σε γυρεύω
το πρόσωπό σου ζωντανεύω
μες στη δίνη του χρόνου περπατώ
κι αν πάλι δε σε ξαναδώ
είναι γιατί θα ‘χει νυχτώσει
και το τραγούδι θα τελειώσει

23 Απρ 2013

“Τι είναι λοιπόν η ποίηση;”

ένα καταδιωκτικό κουνούπι
ένα καταϊδρωμένο μαξιλάρι
της νύχτας που όλα τα προδίνει
κι όταν ξυπνάς, ποιητή
εύχεσαι να μη ζούσες

21 Απρ 2013

χιονάτες

Αν ήταν η ζωή παραμύθι
θα ήμασταν όλοι χιονάτες

20 Απρ 2013

η παραφροσύνη της άνοιξης

                                     La Tristesse du roi (Sorrows of the King)
                                                          1952 Henri Matisse                                                                                              

Ποτίζω τις γλάστρες  μου
κάποιες θα καούν το καλοκαίρι
και κάποιες δε θα βγάλουν το χειμώνα
θα ξαναγυρίσουν οι εποχές
κι εγώ
πού εγώ;
ανάμεσα στα χρώματα τρικλοποδίζω
δεν έχω μια πινελιά να εμπιστευτώ
στα περίχωρα του Λε Κατώ-Καμπρεζί
το κίτρινο σώμα μου δεν επιτρέπει χαρακτική
ή έστω δοκιμή γεωμετρίας
η άνοιξη που συγκινεί και περιπαίζει τους χρυσοθήρες της
το τεχνητό φως που αρνείται το λευκό και ζωγραφίζει στο μαύρο
ο καλύτερος τρόπος να αναμετρηθείς με την κακοφτιαγμένη εικόνα της
η εξωφρενική ασχήμια στο σώμα της γυμνής της επιφάνειας
η σάρκα και ο πειρασμός
αν ήταν άνοιξη θα κυκλοφορούσε ελεύθερη στο γρασίδι
με την ασάλευτη και παράφορη επιμονή της
να βάφει με κόκκινο τις παπαρούνες της
η τελευταία κι αποφασιστική πινελιά λίγο πριν το απόλυτο σκοτάδι

15 Απρ 2013

Τι να πεις;

παραφράζοντας τον Καζαντζάκη

“Κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει, αλλά ποιητής ποιητή και μάτια και μύτες και δόντια και μασέλες”.

κατάντια...

9 Απρ 2013

Ο Κέισι, ο φίλος μου




ο Κέισι είναι ο φίλος μου
ο Κέισι είναι ο σκύλος μου
τώρα γιατί δεν τον φωνάζω Τζακ, Αζώρ ή Μπόμπυ
είναι επειδή
ο Κέισι είναι ο σκύλος μου

30 Μαρ 2013

Χρονοθύελλα

                                                 “Συνήθισα πια να σαβανώνω τους νεκρούς με ποιήματα”
                                                                                                                                     Γ. Κυριαζής


Δες πως γεννιούνται οι άνθρωποι
με πόδια χωρίς ιστορία

δεν ελπίζουν
δεν προσεύχονται
δεν περιμένουν


25 Μαρ 2013

ποίηση, ο φτωχός συγγενής του μυθιστορήματος

"Να τολμάμε κι ας σπάσουμε τα μούτρα μας"
Πάμπλο Πικάσο

Τα κρυμμένα που δεν παραδίνονται
Σκαλίσματα στα τοιχώματα
Της σπηλιάς που διάλεξε να συντηρεί τα πλάγια γράμματα
Θα υπάρχουν κι αύριο και τότε που έζησαν εγκόσμια

Μας χορταίνει ο καιρός που όλο αλλάζει το τίποτα με το τίποτα
Κατάρτι στο στήθος λαχταράει καταιγίδα

Ο,τι μέλλει δε χρονολογείται παρά ο θάνατος

Με το μηδέν και το ωμέγα πλησιάζει
Τι είχα τι δεν είχα τα πρόφτασε το κύμα

Κάτι πέτρες γαλάζιες σώθηκαν

17 Μαρ 2013

Την ποίησή μου μέσα

βάσανος καθημερινής προσπάθειας 

Τα κρατερά αυγά
σπόρια που παράπεσαν στη μοκέτα του σινεμά
Αχ, το χέρι σου εκείνο το σπαθί
στα λιγωμένα χέρια μου
στα πληγωμένα περιστέρια
μετράει καρδιές ματωμένες
Αχ, η προδοσία του ακέφαλου ψαριού
που χύθηκε στα σωθικά μου
γαλάζιο νερό στο μέτωπο του σαλιγκαριού
ανοιχτό γράμμα που ξέχασε ο ταχυδρόμος στη βαλίτσα του
μίλα μου με τα λόγια της σιωπής
μέχρι να 'ρθεις θα σε περιμένω
σε σχήμα νιόφερτης νησιωτοπούλας
κολλημένη στο φράχτη του ακμαίου ηθικού της αυτογνωσίας
εκείνη η συρμάτινη αδιαλλαξία του εγώ σου
η συνυπεύθυνη άνοιξη που ξετύλιξε τα μακροσκελή της άγουρα ταξίδια
παλτό κρεβάτι με κρίνα ρόδα και άλλα έμορφα

“Η ποίηση είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να παίζουν κάποιοι με τα κουβαδάκια τους”
Μ.Μ.

12 Μαρ 2013

το γκόλιο στο μαλλί κι ο καναπές

Την ώρα που έγραφα το ποίημα με πλησίασε η Θλίψη

Ρακένδυτη με τα πόδια γδαρμένα
εκλιπαρούσε μια δυο σειρές απ' το τετράδιο
δεν της έδωσα παρά κάτι ύψιλα και της υποσχέθηκα ευτυχία


Την ώρα που έγραφα το ποίημα με πλησίασε η Χαρά

Στα μαλλιά της πασχαλιές
στους ώμους της τα υφαντά της άνοιξης
η μέση της δεμένη μ' όλα τ' αγριολούλουδα του Μάη
της έδωσα ένα άλφα κεφαλαίο και της υποσχέθηκα καλοκαίρι


Την ώρα που έγραφα το ποίημα με πλησίασε ο Έρωτας

Φτερά και υποσχέσεις
ταραταζούμ και τα πιοτά της νύχτας
τσαρλατάνος και θεομπαίχτης
σήμερα ζω πεταλούδα
αύριο κατσαρίδα
του άφησα στο χέρι ένα ωμέγα 


Την ώρα που έγραφα το ποίημα με πλησίασε η Οργή

Άφησε κάτω το ποίημα
δε σου ανήκει το δώρο που δεν έγινε άξιό σου
δεν είν' ο κόσμος κόσμος σου
αν δεν τα βγάζεις πέρα με την πληγή σου
δε σου ανήκει τίποτα
μόνο να βγεις στο δρόμο κι αντί λουλούδια
να μαζεύεις ανθρώπους


3 Μαρ 2013

Karajahal




Όσο ξεμακραίνω μ' ακολουθείς πιστό ελάφι
Θα σου μιλήσω για τον καιρό του παράδεισου
και συ θα κλαις

Πλατειάζουν μέσα μου τα νερά και χύνονται
ποτάμια κοκκινόχρωμα
λαχταρίζουν το σβανά οι κορφές
σπυρί-σπυρί ν' αναστηθεί ο καρπός
και στα μισά της νύχτας κάτι παλιοί φαντάροι αναστενάζουν

Για σένα μαύρο ελάφι θ' ανοίξω απόψε
ένα μπουκάλι θάνατο

Και ξεκινάει τη μοιρασιά ο χρόνος
αυτός ο μέγας κλέφτης
ανοίγουν γινωμένα τα θυμητάρια
σιγοπίνω τον πικρό καιρό και χάνω στο μέτρημα
τις λεμονιές με τ' άγουρα φιλιά
τις κερασιές της λυπημένης Παρασκευής
ένα κοντάρι μαύρες σημαίες
το μερτικό μου ένα φλασκί νερό
που μάζεψα απ' τα κληματόφυλλα
μουγκανίζουν οι δαμάλες στη θέα του αγριόχοιρου
κατηφορίζουν κουτρουβαλώντας απ' το λόφο
μπήκε Νοέμβρης κι έπιασε μπούζι
και κοκκίνισαν τα μάγουλά σου
παράτησε ο τελάλης το καμπάνι
και ξάπλωσε βαθιά στο χώμα
κι όπως σηκώθηκε βοριάς
ως τα πάνω τον σκέπασαν φθινόπωρα φύλλα

Μην ξαγρυπνάς μαζί μου
στο λέω, δε βιάζεται ο θάνατος
έφτασαν ως εδώ οι χαιρετισμοί
ανάμεσα απ' τους θάμνους και τα φυλλώματα
έσκυψα και φίλησα το χέρι της μητέρας
που με περίμενε μ' όλα της τα μανουάλια αναμμένα
μα δεν υπήρχε ούτε καμπάνα ούτε σκοινί
ούτε προσόψιο κρεμασμένο στη βρύση
γεύση από βρασμένο σιτάρι
κι αλμυρή βροχή στ' ακροχείλι
έγειρε ο τοίχος κι έπεσαν οι σοβάδες
φάνηκαν οι ρωγμές της μνήμης
λαφιάτες και γκουγκουστέρες
οι συγκάτοικοι εντός μου

Βλέπεις έμαθα να διαβάζω τ' άστρα
να μη με πιάνει πια το φουσκονέρι
κι άλλα πολλά που καταφέρνουν οι άνθρωποι
μα 'κείνο που έρχεται από πού
εκείνο που δε βλέπω μα τ' ακούω
εκείνο το σκουπιδάκι στο βλέφαρο του κόσμου
ακόμα ψάχνω για ένα πέρασμα
κι όλο επιστρέφω γεμάτος αλληλούια και ψέματα

Θα κουράστηκες μικρό ελάφι
σε τόσες ερημιές να περπατάς
στο βάθος μια πομπή θα είναι
ή πανηγύρι με τόσα φώτα και άσματα θορυβώδη
που ολοένα απομακρύνεται
κι αφήνει πίσω αγάλματα θυμητικά
ερείπια κομμάτια

Λίγο ακόμα, ένα λεπτό
αυτός ο χρόνος ο σπαγκοραμμένος
τράβηξε την κουρτίνα
ίσα που άγγιζα τα φύλλα της μουριάς



2 Μαρ 2013

Το καπέλο


   
Δεν ήταν τραγιάσκα, ούτε καβουράκι, ένα κασκέτο καρό υφασμάτινο, πoλυκαιρισμένο, λιγδιασμένο, που δεν το έβγαζε ποτέ παρά μόνο στην εκκλησία και όταν συναντούσε αρχόντους και νοικοκυραίους. “Τα σέβη μου”, η μόνιμη επωδός του, η φράση που με τον καιρό υιοθέτησε, η μοναδική που του εξασφάλιζε τη στιγμιαία προσοχή τους. Το έπιανε απ' το γείσο, το κατέβαζε ως στο στήθος με μια ελαφρά υπόκλιση, “τα σέβη μου”, και περίμενε να απομακρυνθούν μερικά μέτρα για να το ξαναφορέσει.
Στην αίθουσα αναμονής του υπουργείου το κρατούσε ανάμεσα στα πόδια του και το έκρυβε στη μασχάλη του κάθε φορά που η γραμματέας τον καλούσε για να τον ενημερώσει πως ο Υπουργός ήταν σε σύσκεψη. Το πετούσε στον αέρα μόνο όταν έβαζε γκολ η Θύελλα και στις διαδηλώσεις με το Συνδικάτο, “για σένα δεν περίσσεψε κόκκινη σημαία, μπορείς ν' ανεμίζεις το καπέλο σου”. 

Το καπέλο πλέει κάτω απ' τη γέφυρα. Το χέρι του σφηνωμένο στο στηθόδεσμο της μαργαρίτας. Κάπου κοντά θα είναι κι ο παράδεισος.

28 Φεβ 2013

Ένα τραγούδι για τους φίλους μου


Многие несчастья приходят в мир недоразумений и вещи не сказал.
"Πολλές δυστυχίες έχουν έρθει στον κόσμο από παρεξηγήσεις και από πράγματα που δεν ειπώθηκαν".
                                                 Фёдор Михайлович Достоевский

Δεν είναι η καρδιά βιολί
χορδές δεν έχει και ψυχή
δεν έχει ρεπερτόριο
και φόρτε παλαμάκια
όχι δεν είναι κλαρινέτο
με τη γαρδένια στο ένα πέτο
ούτε χορδές έχει κι αυτό
μα μόνο καλαμάκια
δεν είναι η καρδιά κιθάρα
να τη χαϊδεύεις με καημό
και να μαγεύει τα κορίτσια
στα πράσινα παγκάκια

Δεν είταν ούτε βιολοντσέλο
χοντρή κυρία με καπέλο
χωρίς ρετσίνι και δοξάρι
θυμάται κάποιο παλικάρι

Αν είταν, βάλτε μου στουπί
στο άθυρό μου στόμα
που άλλα λέει κι άλλα νοεί
κι άλλα αποστηθίζει
απ' του θωράκου το άνοιγμα
κόκκινα περιστέρια
νυχταδερφέ και φίλε μου
παράπεσαν τ' αστέρια
δε μας προσμένει παρά μια
λακκούβα ανοιγμένη
πρώτος εγώ μετά εσύ
ακολουθούνε κι άλλοι
οι φίλοι μας στις ευτυχιές
και στην οδύνη φίλοι



20 Φεβ 2013

Το παγκάκι που ήθελε να γίνει βάρκα


Μια ιστορία για ένα παγκάκι που δε θέλει να μένει καρφωμένο στην ίδια πάντα θέση. Ένα παγκάκι που θέλει να γίνει κάτι άλλο. Κατά προτίμηση βάρκα, για να γυρίσει τον κόσμο όλο. Το προσπαθεί. Και καταφέρνει τελικά, όχι ν’ αρμενίσει, αλλά να βουλιάξει στον βυθό. Εκεί έρχεται αντιμέτωπο με μια διαφορετική πραγματικότητα που το βοηθάει να δει με άλλα μάτια την παλιά του ζωή, τη δική του ταυτότητα στην οποία θα επιστρέψει και θα είναι ευτυχισμένο.

Καλοτάξιδο το παγκάκι σου κυρά, εμείς απ' τους καναπέδες ονειρευόμαστε ακόμα να γίνουμε Μπουμπουλίνες. 

19 Φεβ 2013

στην κόρη μου



Πονάει ο κόσμος. Πονάει παντού. Στις πατούσες, στα γόνατα, πονάει που δεν μπορεί να κάνει βήμα. Σε κάθε σκαλοπάτι πόνος και σε κάθε γύρισμα του κεφαλιού. Πονάει κι η αγάπη. Στο ασανσέρ, στο αστικό, στο πεζοδρόμιο. Στα μαλακά στρώματα, στις υποσχέσεις γλυκού μεσημεριού. Εκεί πονάει πιο πολύ. Αν ήταν η αγάπη ένα πρωινό κουλούρι που το τρως με βουλιμία, δε θα υπήρχε παρά ένα μασημένο χειρόγραφο στα αζήτητα των κάδων σκουπιδιών. Αν ήταν εισιτήριο ευκαιρίας, θα ηχούσαν εκκωφαντικά τα σήμαντρα της επιτυχίας. Η αγάπη ψάχνει την αλήθεια της. Και πού να τη βρει μες στην παραλογή, το πέπλο που όλοι φοβούνται να το σηκώσουν; Είναι και ο Πόνος. Η αβάσταχτη ροή της απουσίας. Ο αιμοδιψής μετρονόμος που στο πέρασμά του οι κήποι ανασυντάσσονται, τα τρυφερά εγκυμονούν και τα ξερά ψάχνουν τα κομμένα τους κεφάλια. Γλυκός ο πόνος της αγάπης. Σαν το σημείωμα που σού έβαλε στο χέρι στο τέλος της παρέλασης, όπως και τα τραγούδια που τώρα σου ρημάζουν την ψυχή. Κοιμήσου. Το διαμάντι λάμπει, η αγάπη καρτερεί.

20 Ιαν 2013

έλλειψις χάρτου

Νίκου Εγγονόπουλου: Ποιητής και η μούσα του

  Τάχα μου σκαλίζω
τη μύτη μου
και τα τετράδια
να κάμω την ωραιότητα στίχο
πράγμα όχι πολύ εύκολο
πάνω στο καρότσι του σούπερ-μάρκετ
τα χέρια μου
δεν φτάνουν τις σοκολάτες
και τις καραμέλες
αρπάζω απ' τα διπλανά
την κουδουνίστρα
την πούδρα
το πάμπερ
μήπως όταν μεγαλώσω
γίνω κι εγώ ένας ωραίος
ακαταμάχητος ποιητής

8 Ιαν 2013

Μάρκος Μέσκος Στον ίσκιο της γης - XIV

Και μην ξεχνάς τη θάλασσα που υπάρχει καθημερινά
κάποια καράβια στο πήγαινε-έλα του διαβόλου
για τον βυθό και τα σκοτάδια του ακριβώς δεν ξέρεις ιστορία

συνήθισες τη γλώσσα της στεριάς στον ανήφορο
πασίδηλες ω! εποχές του παγωμένου ήλιου
με το μάλαμα που τρώει τα χέρια τέλος-τέλος
μένει το χώμα βροχή ματωμένη και τα λουλούδια ανθίζουν

γλώσσα της ανάγκης - έτσι θα σβήσεις
το σούρουπο που λαγαρίζουνε τα χρώματα
πουλί κρυμμένο αθάνατο νοσταλγικά
και με τη γλώσσα δροσερή προτού το κάμα πέσει

συνήθισες τη γλώσσα της στεριάς με τα μωρά στον ώμο
λόφο τον λόφο δρασκελάς και η κεφαλή στον ουρανό
από τα έγκατα της γης ένα εκατομμύριο χρόνια σ' αγαπώ.

Από τη συλλογή Στον ίσκιο της γης (1986)

5 Ιαν 2013

Κούλα Αδαλόγλου - Τραγούδι

[Ενότητα οι κόμποι και το χτένι (1976-1979)]

Ξεκουράσου πια, παλιέ αγωνιστή.
Τόσοι χειμώνες και χιόνια στα μαλλιά σου.
Οι άλλοι βολεύτηκαν μέσα σε μαλακές παντόφλες
και φιλολογικά απογευματινά.
Εσύ απόμεινες να κοιτάς το παρελθόν και το μέλλον
με κάτι απορημένα μάτια.
Δεν καταλάβαινες καλά-καλά πώς φτάσατε σ' αυτή τη θέση.
Βαστούσες ένα τσιγάρο ανάμεσα στα κιτρινισμένα νύχια.
Κάπου κάπου χάιδευες κάτι ετοιμοθάνατα όνειρα.
Όμως το αίμα σου δε χτυπούσε όπως άλλοτε
να σπάσει τις φλέβες.
Εσύ που κουμαντάριζες το όπλο
το ίδιο καλά με τη γυναίκα.
Τώρα σε κουμαντάραν χάπια, αρθριτικά
και στο δωμάτιο μυρωδιά από οινόπνευμα και καμφορά.
Κι έτσι έγειρες να ξεκουραστείς -για πάντα.

Μη με κοιτάζεις με μάτια ορθάνοιχτα μέσα στον ύπνο μου.
Δεν τον αντέχω αυτό τον πόνο στο στομάχι.
Κάτι μάθαμε κι εμείς.
Πάνω στην εφηβεία μαράναν τον ανθό μας.
«Μη μιλάς - μη σκέφτεσαι - μην κρίνεις.»
Χτυπούσαν τα βράδια άγρια την πόρτα.
Ύποπτα μάτια γκρέμιζαν τους τοίχους του σπιτιού.
Δε σου 'μενε ούτε μια γωνιά
δικής σου ζωής.

Τότε εσύ τραγουδούσες
μ' ένα τραγούδι που 'κλεινε ολάκερο τον ήλιο∙
από τα στήθια σου ανάβρυζε η πίκρα
κι ένας λυγμός
για τη φτωχή πατρίδα.
Τραγουδούσες μ' ένα τραγούδι
που 'λεγε για τις φυλακές, τα ξερονήσια
και γινόταν ένα με την ελπίδα μας
χάιδευε τα πληγωμένα κορμιά μας
τις καρδιές μας που
ξεχείλιζαν πόνο και όνειρα.
Ξεκουράσου πια και μη φοβάσαι.
Το πήραμε το τραγούδι σου.
Μαζί να παλέψουμε το Χάρο.
Να κυνηγήσουμε το φόβο.
Κι αυτό το κατακάθι που σκοτείνιασε την ψυχή μας
να διαλυθεί.

Από τη συλλογή Καταγραφές (1982)

Γιάννης Κυριαζής- Χρονοθύελλα


Τον Γιάννη Κυριαζή τον γνωρίζω ελάχιστα. Για την ακρίβεια δεν τον ξέρω, ποιος είναι, από πού τραβάει η σκούφια του. Συναντηθήκαμε στην Αθήνα κάνα δυο φορές όταν ήρθε να με τιμήσει στις παρουσιάσεις της μουσικής μου. Από τότε πέρασαν λίγα χρόνια και στο ενδιάμεσο, διάσπαρτα επικοινωνήσαμε τηλεφωνικά και ηλεκτρονικά, πάντα με δική μου πρωτοβουλία γιατί μαθές ο Γιάννης φέρεται ως κοσμοκαλόγερος, αν δεν είσαι ευγενής μπορεί και να τον κακοχαρακτηρίσεις. Αλλά εδώ μιλάμε για τους καρπούς και όχι για το δέντρο.
Όταν έσκισα τον ταχυδρομικό φάκελο, με πολύ περιέργεια κι ενδιαφέρον είναι αλήθεια, και ξεπρόβαλε η “Χρονοθύελλα” του Κυριαζή, σκέφτηκα κάτι που επιβεβαιώνει τις αιτιάσεις μου που ευρίσκονται παραπάνω. Ένα βαρύ βιβλίο σαν μια συγκεντρωτική συλλογή απ' αυτές που οι εκδοτικοί οίκοι περιμένουν τα αναμενόμενα. Κι όμως, επρόκειτο για προσωπική κατάθεση του Κυριαζή, μια έκπληξη μαζί με μια απορία: Τι νόημα θα είχε αυτή η έκδοση που δεν περνάει απ' τα γραφεία αναγνώσεως των οίκων, τι νόημα έχει για κάποιον να συνθέσει ένα ρέκβιεμ για την προσωπική του σχέση με τη γραφή; Η απάντηση του Κυριαζή:

“τουλάχιστον τον εαυτό μου να εποπτεύσω
όταν τα ’γραφα
τις ασθενείς πνοές μου που ενίσχυε
ο άστατος καιρός ν’ ακροαστώ
- κι ας μην είναι από χιόνι λευκές οι σελίδες
έχουν πολλά να σου πουν για τον καιρό -

μα φυλλοκάρδι δε θροΐζει
κι ας ξεφυλλίζω”

Να μη μιλήσω για ποίηση. Τι ξέρω εγώ απ' αυτή την τέχνη των τρελών; Να μιλήσω για το βιβλίο του Κυριαζή που στα σπλάχνα του κουβαλάει το υπέρβαρο φορτίο της νεοελληνικής ποίησης μετουσιωμένο στη σύγχρονη πραγματικότητα. Κατά την ταπεινή μου γνώμη η ποίησή του πατάει γερά και στα δυο της ποδάρια.
Το δεξί είναι η γνώση, πράγμα που σημαίνει να ξέρεις να αποφεύγεις να γίνεσαι ευάρεστος, ευάκουστος, να ψάχνεις για μελλοντικούς αναγνώστες - υπηκόους. Το αριστερό είναι ο ανιχνευτής της ψυχής της ανάγκης της Ποιητικής του:

“το ποίημα είναι
η μακροσκελής υπογραφή του Κενού”

Να φιλολογήσω τον Κυριαζή. Μα πώς να τα βάλω με έναν φιλόλογο και μάλιστα όπως διαφαίνεται, πολυδιαβασμένο; Λεξιπλάστης, ευρηματολόγος, ευφυολόγος, μόνο για να υποστηρίξει το προσωπικό πικρό του χιούμορ.

Το φεγγάρι - άλλοτε σαν ψιλή
πάνω απ’ τους ανθρώπους
κι άλλοτε σαν δασεία
πάνω απ’ τους Αγίους..”

“Έβγαλε άδεια για την ανέγερσή μου
η άνοιξη
αφού λάδωσε πρώτα την ευφορία
Στάχτη που έσταξες πάνω στα χείλη μου
νεκρό αηδόνι ηδονής...”

“φουλ του πάσου
Τα μπαστούνια τα έβρισκα αμέσως παντού
μα πουθενά δεν είδα σπαθιά -
ήτανε όλα καρφωμένα στην πλάτη μου”

Κι ο έρωτας, αυτός που πάντα νικάει τους ποιητές κατά κράτος:

“Να ’ρθεις
όπως σ’ εκείνο το πανηγύρι του καλοκαιριού
όπου τρίβονταν οι λεβέντες
στις πέτρινες καρδιές των κοριτσιών
κι άναβε το γλέντι

...Δεν ήρθες
κι οι αρκούδες κάθε νύχτα
θα κατεβαίνουνε στο μνήμα
για να ξεχάσουνε την πείνα τους
γλείφοντας το μέλι
των παραμυθιών”.

Συναντήστε το Γιάννη Κυριαζή  ΕΔΩ

20 Δεκ 2012

Ave Maria



                                                                                    Στο Θανάση Μαρκόπουλο

Πώς περνούν τα χρόνια Θανάση... τα παιδιά μεγαλώνουν κι εμείς “όμορφα γερνάμε”.
Αυτή τη φορά το νικάκι δεν πεινούσε όταν ρώτησα πώς σου φάνηκε η συναυλία.
“Μπαμπά, μετά τη συναυλία θα πάω μια βόλτα με το Στέφανο, εντάξει;

Καλά Χριστούγεννα συνταξιδιώτες, στο χέρι μας είναι τα καλά, στο χέρι μας και τα κακά.
Και όπως είπε πριν χρόνια ο αγαπημένος ηθοποιός Σωτήρης Μουστάκας: “Είμαι αισιόδοξος για τον καινούριο χρόνο γιατί ο άνθρωπος αντέχει πολύ στην πείνα”

18 Δεκ 2012

Γιάννης Βαρβέρης - το κερί


Αυτό το κερί που άναψα
περαστικός από τον οίκο Σου
δεν είναι η προσευχή μου
για να Σε φτάσει εκεί ψηλά
δεν είναι οι παρακλήσεις μου
ούτε βεβαίως καμιά ελπίδα
που εναπέθεσα σε Σένα.
Η καθαρότητα της ύλης του
δε συμβολίζει το ακηλίδωτο
της πρόθεσής μου
και η μαλακή υφή του
καθόλου δεν υπόσχεται
την εύπλαστη μεταστροφή μου
στη μετάνοια
όπως οι αλληγορίες εγγράματων πιστών Σου
ξέρουν να τυλίγουν.
Μπορεί να μοιάζει μ' όλα τ' άλλα
όμως αυτό
ανάφτηκε για να Σου πει
πως ευτυχώς
στέκομαι εδώ αβοήθητος
και πως ακόμα
όσο μπορώ θα λάμπω.

9 Δεκ 2012

Swinging - Όπερα δωματίου σε μισή πράξη - Νεφέλη Μπραβάκη



Συναυλία φοιτητών ειδίκευσης σύνθεσης, Πανεπιστήμιο Μακεδονία, τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης 7 Δεκεμβρίου 2012

Σύνθεση: Νεφέλη Μπραβάκη
βιολί: Τίμος Αναστασιάδης, Δημήτρης Κολώνας
πιάνο: Πάνος Πομάκης
mezzo, performance: Νίκη Μπραβάκη

21 Νοε 2012

το παραμιλητό του κυρίου Αλφόνσο

Η κυρία Ραμπίρεθ δεν έκλεισε μάτι
δεν έφταιγε το ροχαλητό του κυρίου Αλφόνσο
ούτε τα βαριά του χνώτα
η ιδρωμένη του κοιλιά κι η μπόχα απ' τα ποδάρια του
ούτε τα σάλια του στο μαξιλάρι
το παραμιλητό του ήταν που δεν άντεχε

Ο κύριος Αλφόνσο άλλαξε πλευρό:

Ακριβή μου Μάιρα
μικρό τρυγόνι σαν όλα τα πετούμενα κι εσύ
τ' ατίθασο φτερό σου και το νύχι το γαμψό
ένα κλουβί όλο παράθυρα ανοιχτά ο έρωτας
και συ γυρεύεις δεσμοφύλακα
ν' αποδράσεις με τιμές εξεγερμένου
αχ να 'χα λίγη απ' την οργή σου
να κάψω όλες τις λευκές σελίδες σου
ποίημα σαν γράψω
στο σώμα σου όλες οι δοκιμές μου

polish film

Paul Cézanne The Abduction 1867

Πόρτα αναμονής μισάνοιχτη
το ένα πόδι βράχηκε
το άλλο εκδήλωσε μεγαλόφωνα την περηφάνια του:

“Καλά να πάθεις, ποτέ δεν προσέχεις πού πατάς
θα λερώσεις το ασανσέρ, θα βρέξεις το χαλί
και τελικά θα βγάλεις το παπούτσι σου.

Σου δίνω την κάλτσα μου για προσάναμμα
κι αν ανάψει το τζάκι η Χάνκα, σου δίνω και το δικό μου παπούτσι

Με λένε Κονσταντίν Κρακόβσκι, μένω πιο χαμηλά
Το σπίτι μου δεν έχει παράθυρα, το χέρι μου δεν έχει τσέπη
το ψυγείο δεν έχει πόρτα, το κρεβάτι μαξιλάρι”

20 Νοε 2012

το κουτί με την αλήθεια

Στο πεζοδρόμιο θαμμένα τα κόκαλά της
ξύνει τα γένια της απορημένη με τους τρελούς ανέμους που την διαπερνούν
ζούσε με τα παλιόρουχά της, τα κατάφερνε ωστόσο

δεν είμαι εγώ αγαπημένη που σε καλώ να γονατίσεις
τι κάτι παραπάνω θα μπορούσα να γίνω
έγκλειστος στη γοητεία σου που διάφορο δεν έχει
εκτός από κάτι υποσχέσεις για τα κουρέλια που φοράω;

αγνός από έρωτα με τα ξεχειλωμένα ξυλοπάπουτσα χωρίς αφέντη και παραγιό
με το ένα πόδι στο νερό και τ' άλλο στον αέρα
η απουσία μου δε στερεύει τη βροχή που μας ενώνει
ούτε φοβερίζει τη νύχτα με τα χαλασμένα δόντια της που μας κοιτάει λοξά
το πειναλέο βλέμμα της που φοβερίζει τα πράσινα υγρά σου μάτια.

αόρατη σπαθίζει στα τυφλά και κόβει στα δυο τα γινωμένα σπέρματα
μισή ζωή, παράθυρο μισάνοιχτο τα μάτια που σε γύμνωσαν
ο κήπος που ποδοπάτησαν

θα γίνουμε χώμα σιγά σιγά, θα μας πνίξουν οι ρίζες
και ανηλεείς οι καταιγίδες που μας όρισαν
θλιμμένους μάρτυρες των σκοτεινών χρόνων
θα γονατίσουμε σ' έναν αμμόλοφο αγαπημένη
περιμένοντας την ομίχλη που θα μας χωρίσει

"Η ζωή μια φορά μας δίνεται" Χρόνης Μίσσιος

19 Νοε 2012

Το ραντεβού

Τραγανό σκουπίδι
ίσως αποξηραμένη πίτσα
σ' αυτό τ' αμάξι όλο και κάτι θα βρεις αν ψάξεις καλά
καραμέλες
φουρκέτες
κεφτεδάκια
κατσαβίδια
πορτοκαλάδες
πεινάς;
όχι, διψάω
να σε πάω κάπου;
δεν πάω πουθενά
τότε έλα κάτι θα βρούμε
το αμάξι σου βρωμάει
αν θέλεις έχω λίγο καφέ από χτές
κάτι να πιούμε ήθελα
δε φτάνει και για τους δυο
ένα ουϊσκάκι;
θα μας συλλάβουν
μην είσαι τόσο σίγουρος
βάλε το χέρι κάτω απ' τα πόδια σου
το βρήκα
πιες εσύ εγώ δε θέλω
μια γουλιά
ούτε μία
φοβάσαι
φοβάμαι
το αλκοτέστ;
ναι
ψέματα
ναι
πάμε βόλτα;
στα σκοτεινά;
ναι
θα τρέχεις πολύ;
ναι
δε φοβάσαι μη με σκοτώσεις;
κανένας μας δε θα πεθάνει
γιατί;
γιατί δεν υπάρχουμε

Ο Αλφόνσο Ραμπίρεθ κατέβασε τα σκουπίδια. Πάλι εγώ, μουρμούρισε, πάλι εγώ.

επί του πιεστηρίου

Γελάνε τρανταχτά στο άλλο δωμάτιο. Διαβάζουν μαργαριτάρια.

Μετατροπή απ' την ενεργητική στην παθητική φωνή: “κυνηγάω το λαγό = ο λαγός με κυνηγάει”

Ποιος είναι ο μεγαλύτερος Έλληνας ποιητής: “Ο Κωνσταντίνος Καντάφης”

Ποιητικό: “Η βαρύτητα είναι πιο δυνατή το φθινόπωρο γιατί τότε βλέπουμε τα μήλα να πέφτουν ομαδικά.

Κι ένα αυθεντικό δικό μας από διορθώσεις γραπτών: “Ένα από τα σημαντικότερα έργα του Βάγκνερ είναι ο Τριστάνος και οι Ζόλδοι”.

18 Νοε 2012

Βήματα πάνω στο χιόνι



Kαι ξάφνου σωριάστηκε χιτώνας ο ουρανός
κι όποιος τα μάτια σήκωσε
κλείδωσε το φως του στ' αναμμένα ρόδα
όπως δεν ήταν όνειρο μονάχα εγώ
άγγιξα το ανέγγιχτο
πως πάνω μου ανεμίζει πανάκι θαλασσινό
κάτι αιωρείται στο υπερώον
ένα καλάθι γεμάτο φυσαρμόνικες
και γαλάζια ανθάκια

Πάει ώρα που χορεύω με την αντανάκλασή σου
ακολουθώντας τα βήματά του χιονιού

8 Νοε 2012

Ο Επαναστάτης Ποιητής


Να βγώ στο δρόμο;

Κι αν η άνοιξη μου το απαγορεύσει;
Κι αν η μασχάλη σου με πνίξει;
Και βότσαλα φύκια με περιζώσουν;

Δεν είμαι ποιητής πεζοδρομίου

Στο ξεκαθάρισα απ' την αρχή

3 Νοε 2012

Εδώ στην ξένη χώρα



Αγαπημένη μου αδερφή, είμαστε καλά και το ίδιο επιθυμούμε και δια σε. Φτάσαμε καλά στο Αμέρικα, αλλά το πλοίο κουνούσε λίγο. Δηλαδή κοντέψαμε να πνιγούμε αλλά μην ανησυχείς, φτάσαμε καλά. Ο πατέρας έπιασε αμέσως δουλειά σ' ένα μαγαζί που είναι βενζινάδικο αλλά έχει και φαΐ να τρώνε. Και η μαμά δουλεύει, δεν ξέρω πού, θα πρέπει να κάνει δύσκολη δουλειά γιατί γυρνάει στο σπίτι το πρωί. Το σπίτι μας δεν είναι τόσο μεγάλο όσο στο χωριό, δεν έχει πολλά δωμάτια, δεν έχει κήπο, αλλά δεν πειράζει, κοιμόμαστε μια χαρά αγκαλιά στο κρεβάτι, καμιά φορά το σπίτι τρέμει επειδή περνάει από πάνω το τρένο, αλλά εμείς μια χαρά κοιμόμαστε. Φέτος δε θα πάω στο σχολείο γιατί εδώ που είμαστε είναι μακριά είπε η μαμά. Αλλά δεν πειράζει, αφού ξέρεις ότι βαριέμαι το διάβασμα. Ο παππούς τι κάνει, η γιαγιά; Να της πεις να μας στείλει όποτε μπορεί τραχανά και λάχανο τουρσί γιατί εδώ δεν έχει. Το σχολείο καλά; Να στείλεις πολλά χαιρετίσματα στη δασκάλα, την κυρία Αγγελική. Μόλις μεγαλώσεις θα έρθουμε να σε πάρουμε γιατί εδώ περνάμε πολύ καλά. Δεν έχω άλλα να σου γράψω και κλείνω το γράμμα μου. Σου εύχομαι καλή υγεία.

Η αγαπημένη σου αδερφή

31 Οκτ 2012

Η πομπή


                                                                                   Ηρακλής Φοβάκης - Η Πομπή 

Ανηφορίζει βουβά η πομπή
λόγια αναφιλητά και λόγια της μέρας ψιθυριστά
ένοχα χαμόγελα
με βρήκαν πάλι την ώρα που η άσφαλτος ετοιμάστηκε να με αντιμετωπίσει

Θυμήθηκα το δεκαρικάκι που δε μου 'φτασε για σπίρτα
το έσπρωξα με δύναμη στη σχισμή να κάνει θόρυβο

Πήρα κι εγώ το κερί μου

Κάτι γλυκό και γκρίζο ανάμεσα στους πολυελαίους
φαινόταν πού και πού να αναπνέει
κατακόκκινο ρόδο που μάταια συγκρατούσε τις σταγόνες του
που έφταναν ως τα πόδια μου

Τότε ήταν που άρχισα να ανυψώνομαι

Kρατήθηκα από κάτι παλιές τοιχογραφίες

Είδα

Μια φθινοπώρου άνοιξη με τα χρυσάνθεμά της κρίνα
και μια μητέρα στον άμβωνα να διαβάζει τη Σύνοψη
να με κοιτάει και να μου δίνει την ευχή της

26 Οκτ 2012

αυτόγραφο

Ποιος είπες μοίρασε τα χαρτιά και συ έμεινες απ' έξω
κι ως το πρωί κατάπινες χειρόγραφα
ποιος ο θανών και ποιος ο αθάνατος
είναι ανάγκη ή πολυτέλεια η πλάνη;

Θέλεις λοιπόν να μάθεις ή ν' ακούς
την ιδιοτέλεια των εν λευκώ αναδυόμενων κερμάτων
παλαιάς κοπής της μοιρασιάς του κόσμου;

Αταίριαστο κομμάτι στο σπασμένο άγαλμα
αφήνεις πρόσφορο στη δόξα της αλχημείας του
σύζυγο της μιας και μόνης αιτίας που αναγκάζει τα πόδια να γονατίζουν
ελέω θεού

Είμαι κι εγώ θα πεις
ένα άσπαρτο κουκούτσι που επιμένει να θαφτεί στην αιωνιότητα
τρέμω σαν διαβάζω το κόκκινο ποίημα
μήπως γκρεμιστώ λίγο πριν φιλήσω την κορφή του

25 Οκτ 2012

Χρέη

Σου χρωστάω ένα τσιγάρο

Μα ξέρεις, δεν καπνίζεις

Δεν έχει σημασία

Ραντεβού στον καθρέφτη
Εσύ από μέσα κι εγώ απ' έξω

άκαπνοι

23 Οκτ 2012

"ο κήπος βλέπει"



Ως συνεπείς συλλέκτες σταγόνας σε ξηρασία, μάθαμε να μειοδοτούμε στις αγορές γραφικών ψηφίδων, λες και μας σπρώχνει η αθανασία των λέξεων στην άκρη του γκρεμού κι ύστερα μας επαναφέρει στα τεντωμένα σκοινιά των ανοιχτών σελίδων, έτοιμους για μιαν ακόμα ηρωική έξοδο.

'Όπου κι αν ακουμπήσω, αφήνω το ίδιο ίχνος. Μια κοίτη ποταμού με ψάρια αποξηραμένα και τις βαριές πατημασιές ενός γίγαντα προϊστορικού που είναι ίδιος η ψυχή μου. Αλλόκοτη, αλλοπρόσαλλη, γεμάτη δαγκωματιές και χαράγματα ο κορμός της, σχεδόν φοβάμαι πως αν σταματήσω να γράφω, θα εκραγώ.

Ξημερώνει χωρίς να φέγγει ποτέ. Ξυπνάω απαρατήρητος και διαπερνώ τον κόσμο απ' άκρη σ' άκρη χωρίς μια εικόνα καθημερινής συνθηκολόγησης να με συνοδεύει. Εκεί συλλαμβάνω ανύποπτο το χρόνο που μου αναλογεί να αρθρώσω την απόγνωση των απαγορευμένων καρπών ενός ανεξακρίβωτου κήπου, δρέποντας τη φθορά των συλλογισμένων ρόδων.

Δεν είναι άμυαλη η ψυχή μου. Κι εύκολα δεν επιτρέπει οργιώδη βλάστηση στο μαλακό της χώμα. Μα σαν ξυπνάει ζεστός, ανυπόκριτος αέρας, ποια απροστάτευτη γωνιά θ' αντισταθεί στο σγουρό χορτάρι με τα λυτά μαλλιά;

Μην αφαιρείστε στα υπολείμματα των εντός μου διαιρέσεων.
Η στάθμη των υγρών κήπων ολοένα ανεβαίνει.
Εν κινδύνω

φωτο: το νικάκι σε υπερέκταση φωνής, 2005

η κόρη κλαίει

Βράδιασε νωρίς
αποτραβήχτηκε ο κόσμος
το απορριμματοφόρο δεν ήρθε στην ώρα του
θα φταίει η αλλαγή ώρας

η κόρη κλαίει
ανάμεσα σε γαλάζια φύκια
και κύματα ορμητικά
που κι αν όλα ενωθούν δε θα φτάσουν ως εκεί που ο παράδεισος
στην έκπαγλη γοητεία των θαυμάτων

η κόρη κλαίει
ένα νερό που τρέχει
με αποστάγματα καθαρού άνθρακα
οιμωγή στιλπνή, αχαράκωτη
όπως θάνατος ή όπως γαλήνη
με μια ισορροπία ποταμού που αντικρίζει τη θάλασσα

Θ' αποκοιμήθηκα φαίνεται
δεν εξηγείται αλλιώς πώς βρέθηκα άστεγος
περιφερόμενος μάγος
που έτσι να σηκώσω το χέρι μου
θα καταλήξει ο κόσμος

Η κόρη κλαίει
αν σηκώσει τα μάτια της
θα γεμίσει ο τόπος αστραπές
μα τώρα ποιος μπορεί να αναμετρηθεί με το ανεπίτρεπτο;

της αγάπης το αναμέτρητο
της φυλλωσιάς που άνεμος γλυκός τη θέλγει
εν αστρία

22 Οκτ 2012

ανθοφορία


Εμείς στον κάμπο οπλοφορούσαμε
είχαμε σουγιάδες για να φτιάχνουμε τζιρίτια
σβανάδες για να κόβουμε τις κορφές απ' τ' αραποσίτια

κανέναν δε σκοτώσαμε

στον Μάρκο Μέσκο

18 Οκτ 2012

Face vs Book



επί του πιεστηρίου

Μαμά! φώναξε το νικάκι, θέλω κι εγώ να κάνω φέις μπουκ!

Καλά παιδί μου, άνοιξε πρώτα κάνα μπουκ και τα ξαναλέμε