[Ενότητα οι κόμποι και το χτένι (1976-1979)]
Ξεκουράσου πια, παλιέ αγωνιστή.
Τόσοι χειμώνες και χιόνια στα μαλλιά σου.
Οι άλλοι βολεύτηκαν μέσα σε μαλακές παντόφλες
και φιλολογικά απογευματινά.
Εσύ απόμεινες να κοιτάς το παρελθόν και το μέλλον
με κάτι απορημένα μάτια.
Δεν καταλάβαινες καλά-καλά πώς φτάσατε σ' αυτή τη θέση.
Βαστούσες ένα τσιγάρο ανάμεσα στα κιτρινισμένα νύχια.
Κάπου κάπου χάιδευες κάτι ετοιμοθάνατα όνειρα.
Όμως το αίμα σου δε χτυπούσε όπως άλλοτε
να σπάσει τις φλέβες.
Εσύ που κουμαντάριζες το όπλο
το ίδιο καλά με τη γυναίκα.
Τώρα σε κουμαντάραν χάπια, αρθριτικά
και στο δωμάτιο μυρωδιά από οινόπνευμα και καμφορά.
Κι έτσι έγειρες να ξεκουραστείς -για πάντα.
Μη με κοιτάζεις με μάτια ορθάνοιχτα μέσα στον ύπνο μου.
Δεν τον αντέχω αυτό τον πόνο στο στομάχι.
Κάτι μάθαμε κι εμείς.
Πάνω στην εφηβεία μαράναν τον ανθό μας.
«Μη μιλάς - μη σκέφτεσαι - μην κρίνεις.»
Χτυπούσαν τα βράδια άγρια την πόρτα.
Ύποπτα μάτια γκρέμιζαν τους τοίχους του σπιτιού.
Δε σου 'μενε ούτε μια γωνιά
δικής σου ζωής.
Τότε εσύ τραγουδούσες
μ' ένα τραγούδι που 'κλεινε ολάκερο τον ήλιο∙
από τα στήθια σου ανάβρυζε η πίκρα
κι ένας λυγμός
για τη φτωχή πατρίδα.
Τραγουδούσες μ' ένα τραγούδι
που 'λεγε για τις φυλακές, τα ξερονήσια
και γινόταν ένα με την ελπίδα μας
χάιδευε τα πληγωμένα κορμιά μας
τις καρδιές μας που
ξεχείλιζαν πόνο και όνειρα.
Ξεκουράσου πια και μη φοβάσαι.
Το πήραμε το τραγούδι σου.
Μαζί να παλέψουμε το Χάρο.
Να κυνηγήσουμε το φόβο.
Κι αυτό το κατακάθι που σκοτείνιασε την ψυχή μας
να διαλυθεί.
Από τη συλλογή Καταγραφές (1982)