29 Αυγ 2015

Σάρα


Μια χορδή σπασμένη κοφτερή σαν σουγιάς, τότε που συνάντησα τη Σάρα με τα βαθύφωνα μάτια, η έλξη της πτώσης, το σι δε βρήκε το ντο, κάποιο απ' τα μαρτέλα έχασε τη δουλειά του κι έπεσε απ' τον δέκατο τέταρτο όροφο, ποιος τώρα θα σ' αποζημιώσει θεατή, για το εισιτήριο που μπαινοβγαίνεις στην κόλαση, στο μπαρ που ξενυχτάει, στο μαξιλάρι που κρυφακούει, η Σάρα με τα βαθύφωνα μάτια, τα τριχωτά μάγουλα και τ' απολιθωμένα δάχτυλα που έτσι και ακουμπήσουν τα πλήκτρα, χάθηκες μαζί με τα άσημα εκείνα, που παράπεσαν από τα χειροφιλήματα, και τις ξανθιές περούκες, μαζί με τους τρουβέρους, και τα επινίκια, ναυαγοί που γλίτωσαν απ' τα στοιχεία της φύσης, με την επίγνωση του βυθού και την αφέλεια που εξαγοράζει ψευδεπίγραφα θαλασσοταραχής που ούτε τα έκτακτα δελτία είχαν μυριστεί, με φανούς θυέλλης και τα χέρια υψωμένα, ψάχνοντας απελπισμένα τη Σάρα που χάθηκε στη χαλασιά, μ' ένα σπίρτο σήμα κινδύνου, μόνο με ωκεανούς μετριέται ο άνθρωπος, μια σταγόνα στο μάγουλο φτάνει να ξεχειλίσει ο νους του και στη θέση του μια πέτρα ασήμαντη μαυριδερή σαν τις πατούσες της Σάρας που σαστισμένος προσπαθείς ν' ακολουθήσεις ανάμεσα στα βήματα του κόσμου που πια δεν ξεχωρίζει το σταυρό απ' το μαρτύριο, σε τράβηξε με βία απ' το πλήθος και σε πέταξε στη μέση της θύελλας, ν' αντιμετωπίσεις την οργή των βιολοντσέλων τη βαρβαρική φωνή των κοντραμπάσων, την απειλητική βροντή των τυμπάνων και συ να λαχταράς ένα άρπισμα απ' το ρίγος των δαχτύλων της Σάρας με τα βαθύφωνα μάτια που ολοένα δυσαρμονίζεται και παρακάμπτει την ιεραρχία των φθόγγων κι ακούγεται σαν σιωπή ή σαν ψίθυρος, με τους δείχτες του ρολογιού να γυρίζουν τόσο γρήγορα που δε βλέπεις πια παρά ένα κομμάτι χρόνου αμετακίνητο σαν βράχος, χαμένος ανάμεσα στα κυπαρίσσια, κρατώντας σφιχτά το εισιτήριο που σου έβαλε στο χέρι η Σάρα, ίσα που προλαβαίνεις το πρωινό λεωφορείο, ν' αδειάσει στη υψικάμινο μια αρμαθιά εργάτες, μαζί κι εσύ που δε βάσταξες ν' ανεβοκατεβαίνεις το ασανσέρ, πόρτα δεν έχει παρά μόνο τον καθρέφτη που σε κοιτάει, μέχρι να βρεις πού παράπεσε το μολύβι, το ποίημα πήρε την κατηφόρα μαζί με τα φθαρμένα καλώδια της γιορτής που αναβλήθηκε λόγω εκτάκτων συνθηκών, ποτέ να μην τα βάλεις με τα πυροβόλα μάτια της Σάρας, θα βρει αφύλαχτο το στήθος σου να μπει να φτερουγίσει κι ύστερα τι, θεατή, δυο πόδια σου περισσεύουν, ίχνη ασήμαντα, ακόμα χτυπάς το κουδούνι, η Σάρα δε μένει πια εδώ, μετακινήθηκε μόλις στο απέναντι κατάστημα, για πιο ευνοϊκές συνθήκες ηδονής, περάστε αύριο, έχουμε νέα παραλαβή, το ένα παπούτσι σου δεν έμοιαζε με τ' άλλο, γι' αυτό ποτέ δε βγήκες στο δρόμο, σημείωσε με ευγένεια την απουσία σου και με όση σου περισσεύει, γδύσου μπροστά στο εκκλησίασμα, εμβάπτισμα αγιότητας που δεν πωλείται στα φαρμακεία, σε δακρυγόνους κάδους σκουπιδιών, γυρεύοντας ένα μπουκάλι με βενζίνη, γιατί το σι δε βρήκε το ντο και πήρε την κατηφόρα, για τα βαθύφωνα μάτια της Σάρας, ο μαέστρος πνίγηκε στις ανθοδέσμες, κι εσύ λαθραναγνώστη, μαζεύεις απ' το πάτωμα πεντάγραμμα, να τα κολλήσεις στα τζάμια της βιτρίνας σου, μια ατελής πτώση που ένα σι σου στέρησε την επιφυλλίδα των αγγελιών πρόωρου τοκετού, άργησες πάλι στην ανακαίνιση του χειμερινού θεάτρου κι έχασες τη θέση σου στο θεωρείο, κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις τώρα που σου μιλώ με νοήματα, το ίδιο μούσκεμα, εγώ απ' έξω, εσύ από μέσα μεταξύ μας μια ανοργάνωτη μάζα υλικού πολέμου, κρύψου και μην πατήσεις τη σκανδάλη, θα τρομάξεις τους οικείους θορύβους, μπορεί να σε συλλάβουν για διατάραξη κοινής ενοχής, θα σε φυλακίσουν σ' ένα καμαράκι μαζί με παλιά κινηματογραφική μηχανή, να ψάχνεις καρέ καρέ το φευγαλέο πέρασμα της Σάρας και το πρωί θα σε βρουν να κοιμάσαι πίσω απ' το πανί μ' ένα κομμάτι μασημένης ταινίας στο στόμα και στο καπέλο σου να χορεύουν οι υπότιτλοι, η δεξίωση συνεχίζεται στο δέκατο τέταρτο όροφο με τα ποτήρια να αιωρούνται, ανάμεσα στις λευκές οδοντοστοιχίες κι εσύ να κλεισμένος στο ασανσέρ πατώντας απεγνωσμένα τα κουμπιά, τότε που έπεσες απ' το παράθυρο κινδύνου μαζί με τα ανορθόγραφα γράμματα που έστελνες στη Σάρα απ' το κομμάτι του κρεβατιού που σου αναλογούσε με τον επαναληπτικό ήχο της κομμένης ταινίας εντοιχισμένο στ' αυτιά σου, ξεκουμπώνεται μπροστά σου η μηχανή, φίλα με, τα γρασαρισμένα στήθια της, το ευρυγώνιο μάτι, η σχισμή που ρουφάει με απληστία το φιλμ και φτύνει τα αποκόμματα των εισιτηρίων, σε περιμένω στο επισκεπτήριο, ανάμεσα στις πέντε και στις έξι κλειδωμένος στην τουαλέτα για παν ενδεχόμενο, το κομμάτι της αιωνιότητας που σου αναλογεί, τιμητική αναφορά της παρουσίας σου, στον κατάλογο με τα δυσδιάκριτα ονόματα, μια υποψία αναπνοής στο λαιμό της Σάρας, σε ξυπνάει κάθε τόσο κάθιδρο, το ασανσέρ που ξεκινάει ξαφνικά, δεν πρόλαβες καν να βουρτσίσεις τα δόντια σου και βρέθηκες στη μέση της λεωφόρου να πατάς απελπισμένα το σήμα κινδύνου με τη σφυρίχτρα του τροχονόμου στο στόμα, το τρένο είπαν δεν κάνει στάση γι' αυτό κανένας δε ζήτησε την κάρτα σου, το πορτραίτο με τα υπνοφόρα μάτια της Σάρας, έγειρες στον ώμο του ελεγκτή σε νάρκη όλο μπλε πεταλούδες καβάλα στ' αλογάκι του θεού, με γυαλισμένα παπούτσια, ζαχαρωτά μνημόσυνα αρτήματα, γέμισε το βαγόνι λιποτάχτες που γύρισαν την πλάτη στις κάννες, ακέφαλα συντρίμμια απ' ρόδι που έσκασε στα χέρια της Σάρας, το γνώριζες από καιρό, η γέφυρα δεν θα κρατήσει πολύ μα εσύ απ' το πρωί φορτώνεις μετανάστες, χωράει κι άλλους ο βυθός σου, ένα καρέ απόμεινε να συμπληρώσεις το σενάριο ψάχνοντας κάτω από τα καθίσματα το χαρτάκι με το παρασύνθημα, έχασες τη γραμμή του ορίζοντα, οι θεατές κρεμασμένοι απ' τα κάγκελα περιμένουν την ανανέωση του χρόνου αναμονής για άλλη μια φορά ματαίωσες την πτώση και περιφέρεσαι ανάμεσα στα αναλόγια ως ξένος φθόγγος ή ως εκφυγή, ακροβατώντας στις ηλεκτροφόρες γραμμές, χρονομετρώντας τις παύσεις της αναπνοής σου κατάφερες πάλι να αποφύγεις την προεισόδιο κίνηση του μαέστρου, σκαρφάλωσες στον πολυέλαιο σίγουρος πως δε θα σε προσέξει κανείς εκτός από τη Σάρα με τα βαθύφωνα μάτια που μοίραζε χαρτομάντηλα στο θεωρείο, για άλλη μια φορά σε άρπαξε απ' το χέρι και σ' ακούμπησε προσεκτικά στην αρχή μιας άγραφης σελίδας, η ημιτελής λειτουργία σου σε σι ελάσσονα πατικωμένη ανάμεσα στα χειρόγραφα ανεκπαίδευτου χειριστή βαρέως οπλισμού, οι ενορίτες με το αντίδωρο στο χέρι για μιαν ανυπόγραφη συνθήκη αθανασίας σου επιτρέπουν μετά το εκκλησίασμα να βγαίνεις στον κήπο, ν' ακολουθείς τα άσπρα μυρμήγκια με βήμα εν δυο, τα ευφώνια ατύχησαν, οι τρομπέτες απέτυχαν, η παρέλαση διαλύθηκε χωρίς αντίσταση, θα φταίνε αυτοί που καίνε τα χλωρά χορτάρια, με βέργες χοντρές τινάζουν το σουσάμι, που συσσωρεύεται στα νομισματοκοπεία, κάτι θα μείνει και για σένα, θα σου χαρίσουν μια βραδυφλεγή φωτογραφία και μια μηχανή ελεγχόμενης αναπνοής, λίγα μέτρα επαναληπτικής δράσης όσο κρατάει μια δόση ηλεκτρικής εκκένωσης απ' το αγκάθι στα χείλη της Σάρας, η λάμπα τρεμοπαίζει, ας κλείσει κάποιος το παράθυρο επιτέλους και κάποιος να μοιράσει τα χειρόγραφα στους κριτικούς, έχουμε άνοιγμα αυλαίας με όσα πλήκτρα απόμειναν χωρίς το σι ενδεχομένως, τα μάτια σου κρεμάστηκαν στο στήθος της νοσοκόμας, όλοι απαίτησαν να ξανακαθίσεις στη θέση σου μα δεν υπήρχε άδεια παρά μια καρέκλα στην αίθουσα αναμονής, κάποιος έβαλε φωτιά στο σκουπιδοτενεκέ, ξέρουν πως δεν ήσουν εσύ, κανένας δε θα σου περάσει τις χειροπέδες, όσο κι αν επιμένεις πως βρισκόσουν, ανάμεσα στο σεσημασμένο πλήθος που έτρεχε να προλάβει το βραδινό δελτίο ειδήσεων, παραβιάζοντας όλες τις επισημάνσεις δυναμικής, οι όχθες χάθηκαν, τις σκέπασαν τα χάλκινα ουρλιαχτά απ' τις τρομπέτες που βυθίζονταν αργά, με το νερό ως στο στήθος μαζεύεις τους μισοπνιγμένους φθόγγους γυρεύοντας απελπισμένα εκείνον που ξέκοψε απ' τα βαθύφωνα μάτια της Σάρας και πήρε τους δρόμους ανέστιος, κάποιος τον βρήκε λιώμα σ' ένα μπαρ και τον παρέδωσε στους πρωινούς οδοκαθαριστές, κρύφτηκες καλά ανάμεσα σε σπασμένα γυαλιά και μουσκεμένες χαρτοπετσέτες, κανείς δε θα σε ψάξει εδώ στην αίθουσα δοκιμών της τελευταίας πράξης, ένα ψάρι φωσφορίζει στην οροφή, οι θεατές χορεύουν βαλς, με τα σωσίβια καλά στερεωμένα, αν ήσουν ψάρι θα γαργαλούσες τις πατούσες τους, μόνο που δεν είσαι παρά ένας μουσκεμένος θεατής όπως οι φθαρμένες καρέκλες στον βήτα εξώστη που χρόνια έχουν πολλά να ζεσταθούν από ευαίσθητους κώλους εν ενεργεία, αν ήσουν ψάρι θα ξεγλιστρούσες στις τσέπες τους και θα πετούσες στο δρόμο τα νομίσματα που συσσωρεύτηκαν στο καπέλο που πρότεινες ορθάνοιχτο στα ατσαλάκωτα βλέμματα και στην αδιασάλευτη διαδρομή των παπουτσιών, τέμπο ρουμπάτο τα αγγεία της μηχανής κυκλοφορίας, τα περιστέρια στο στήθος σου, τώρα ποιος θα μαζέψει τα νερά που μουσκεύουν τα πόδια σου την ώρα της σύσκεψης για τις περικοπές των φθόγγων, το κουτί με τις καραμέλες που ξέχασε φεύγοντας η Σάρα κι ένα χλωρό αμύγδαλο που δάγκωσες χωρίς να το σκεφτείς, το σκυλί που σε καταδιώκει κάθε πρωί που ξεκινάς να σε επαναφέρει στο σχηματισμό της αγέλης που πλημμυρίζει τα αγοραία πεζοδρόμια, κι εσύ δειλιάζεις να κοιτάξεις πίσω να μην πιστέψεις το τριαντάφυλλο που σε ακολουθεί πιστά μήπως και χρειαστεί να το κόψεις και δεις το αίμα σου να ζωγραφίζει στους τοίχους τα μάτια της Σάρας για να μη σε χάσουν την ώρα που θα ακροβατείς στα κάγκελα του κρεβατιού με μια κόψη μαχαιριού στο επόμενο βήμα σου απ' το κίτρινο σεντόνι της απόδρασης ψάχνοντας για το τρένο που πέρασε σφυρίζοντας μέσα απ' τα χέρια σου γεμάτο κραυγές και ικεσίες, κάπου θα βολευτείς κι εσύ ανάμεσα στα γόνατα της Σάρας, κάτι γαλάζια απογεύματα, νερά που ταξιδεύουν κι ονειρεύονται και στο διάδρομο ο μαέστρος να σε ξυπνάει βυθίζοντας τη μπαγκέτα στο μάγουλό σου, πάλι μόνος θεατή με τις μαύρες σανίδες και τους προβολείς που σε τυφλώνουν, δεν είμαι εγώ το σι, δε φταίω εγώ που η παράσταση δεν τελειώνει, φταίει το ντο που με αποφεύγει, το χέρι της Σάρας που με κρατάει απ' τα μαλλιά και με κλειδώνει στον περιστερώνα, έχει καλή θέα και προπάντων δε φτάνουν ως εδώ τα χειροκροτήματα, τα σημειώματα, οι ανθοδέσμες, τα κόκκινα φιλιά, πηδώντας το συρματόπλεγμα, καλόγερος που έχασε το δρόμο διασχίζεις σαστισμένος την εθνική οδό, το φιδίσιο χέρι περιδέραιο στο λαιμό της μοιραίας πριμαντόνας, η αποκάλυψη της διαδρομής της σκάλας με το σι σε ύφεση σε μια λυτρωτική αναβολή της πτώσης, εκεί που απαγορεύεται η διέλευση των χερουβείμ, ο καλός θεός δεν κοιμήθηκε καλά το βράδυ και σένα θεατή σε ξύπνησαν με το πιστόλι στον κρόταφο, εκεί που επιτέλους έπεφτε η αυλαία, ξαναμετράς τις ίδιες πλάκες, σκαλί σκαλί ανεβαίνεις στη σκηνή, η Σάρα σε ακολουθεί βήμα το βήμα να μη χάσεις την ατάκα κι αρχίσουν να ξεσφίγγουν οι γραβάτες και κάτω απ' τα φουστάνια ανοίξουν το στόμα τα μικρά κι ασήμαντα κροκοδειλάκια, μια ολόκληρη ζωή στο σι, πολλαπλές απόπειρες της πρώτης τονικής έλξης, που ξεχάστηκε σε μια παλιά παρτιτούρα, όταν ακόμα τα βιολιά ήταν ξεκούρντιστα, ο μαέστρος στουπί και η Σάρα σου κρατούσε το χέρι στην ουβερτούρα, κάθε πρωί που ορκιζόσουν πως δε θα συμβεί, πάλι ξυπνούσες με μάτια χορταριασμένα και γλώσσα δασύτριχη ανάμεσα στα πόδια της, κλάψε γοερά θεατή, το μαχαίρι βυθίστηκε στο στέρνο, εκδικήθηκε τους εραστές, στα άσπρα σου σεντόνια ρέει αίμα παρθενικό, η Σάρα σφουγγαρίζει τις πλάκες του ναού και στο βωμό σπαρταράει το πέος σου, αν είναι αλήθεια ότι έκλεισες τον σωστό ατζέντη η παράσταση θα κλείσει χωρίς το ντο, οι κριτικοί θα βγάλουν τα ρούχα τους και θα θωπεύουν το μαλακό τους υπογάστριο, οι κυρίες στο θεωρείο με το αινιγματικό χαμόγελο, στο μουσείο των αγαλμάτων κέρινη σιωπή, ο ιδρώτας κατεβαίνει ολοταχώς στα απόκρυφα σημεία της παρτιτούρας και μουσκεύει το αναλόγιο του μαέστρου, κάποιος να κλείσει τα μικρόφωνα επιτέλους να μην ακούγονται οι αναστεναγμοί των κυριών που προσπαθούν να ξεκολλήσουν τις βδέλλες απ' τα γόνατά τους, τα βαθύφωνα μάτια της Σάρας τρύπησαν την οροφή κι έτρεξαν όλοι στο μπαρ ν' αποφύγουν την ξαφνική βροχή, οίνος αφρώδης, ο τρομπετίστας στα φόρτε του, η ιδρωμένη μυρουδιά απ' τις μασχάλες του, θεατές και προεξάρχοντες, το βαλς της παρθενικής εξομολόγησης, το άρωμα που φοράτε μου θυμίζει τη Σάρα, τα πυροβόλα μάτια σας, κάποιος κατέβασε το γενικό, σε πήρε απ' το χέρι μια με αναλογίες καυτού μεσημεριού ταξιθέτις, άνοιξες το στόμα και κατάπιες τις καραμέλες, σ' αγαπώ, ψιθύρισες κοιτώντας τα άσπρα παπούτσια της κι ένιωσες να φουσκώνει η τσέπη σου από τα χαμόγελα που όλοι καιρό τα έκρυβαν και τώρα με τη σειρά τα χώνουν με τρόπο στη χούφτα σου κι εσύ θεατή ψάχνεις τρόπο να το σκάσεις, σε περιμένει στο καμαρίνι της με όλα τα λαμπιόνια αναμμένα, τα χέρια σου δεμένα στον αριθμό του εισιτηρίου, ψάξε θεατή, κάποιος θα έχει ξεχάσει το κλειδί, τα φώτα του διαδρόμου σε τυφλώνουν τρεις το πρωί, κι ακόμα σκουπίζεις τις νότες που γλίστρησαν στα σάλια του κλαρινέτου, είμαι εσύ ή εγώ ο δράστης της απαγωγής του σι, σκαρφαλώνεις στις ηλεκτροφόρες γραμμές ως φθόγγος εν απογνώσει, την ώρα που τα μαρτέλα, σφυρίζουν πάνω απ' το κεφάλι σου πάνω στις αγριεμένες χορδές ακροβατώντας, κοίταξες τα παπούτσια σου απορημένος, δεν τρέμουν πια κι ούτε γλιστρούν, άδεια λεωφόρος, μεσάνυχτα, περπατάς με σιγουριά πάνω στην άσπρη γραμμή, στ' αριστερά και δεξιά σου μουγκρίζουν οι μηχανές και συ περπατάς πάνω στο σι, σίγουρος πως κανείς δε θα σε βρει κρεμασμένο απ' το λαιμό της Σάρας ανάμεσα σε μολύβια, τσιμπιδάκια και ποντικόσκατα.