Μήτηρ και τέκνο
τέμπερα, 1989
τέμπερα, 1989
...Η θάλασσα και το λουλούδι το εφήμερο, που γύρεψα να το εξομοιώσω μαζί της, και το χέρι που γίνεται άνθος εκπροσωπώντας την Επουράνια Δύναμη, όλα, όχι εν ονόματι του αριθμητικού τους βάρους, αλλά των αριθμών που ορίζουν τους ρυθμικούς των παλμούς και σχηματισμούς, τη γέννησή τους, σαν κύματα που έρχονται και σπουν στ' ακρογιάλι με μια λαμπεράδα αφρού, συγκρινόμενα με τη μύχια κίνηση των σπλάχνων μας από τον ποιητή, τα πάντα μάταια και φθαρτά, εκφράζουν ταυτόχρονα την αναλλοίωτη διάρκεια, τη σταθερότητα εκείνων των σχημάτων που ο Πλάτων όρισε ως ιδέες, έξω απ' τη φθορά, αθάνατες. Μέσα στη μακρινή άποψη, όπου σχεδόν τα αντικείμενα έσβηναν από τα μάτια μας και συγχωνεύονταν και συγχέονταν, διακρίνοντας τη διαύγεια της ζωής πέρα απ' ότι ονομάζουμε θάνατο, δια μέσου του κενού πλαισίου των σχημάτων, δεν ξέρω πώς θα γινόταν να μην εξατμιστώ ο ίδιος όπως το νερό που από τη θέρμη του ήλιου στραγγίζει κι ανεβαίνει σαν λευκή ατμίδα στο θόλο ή πώς δε θα 'ριχνα λάσπη να βρομιστεί το σχήμα και το πλαίσιό του, αρνούμενος την καθαρή του υπόσταση, από την ανάγκη και μόνο να επιμείνω στη ζωή, όπου βρίσκομαι με τη γέννησή μου αγκιστρωμένος, αν δεν υπήρχε η αγκαλιά της γυναίκας μου να με κρατήσει εκείνη την ώρα, που απλώνοντας το χέρι μου στην κοιλιά της τη στρογγυλή, άκουσα από μέσα χτύπους. Πόσο γεμάτο μυστήριο είναι το λάκτισμα της ζωής. Φοβόμουνα τη φτώχεια μου, φοβόμουνα την αδυναμία μου ότι δεν μπορώ να παραβγώ με τους άλλους, ότι πάντα μπορούν να με ξεγελάσουν, να με εξαπατήσουν, καθώς έχω ολονών την ανάγκη και κρούω τη θύρα τους. Πού θα μπορούσα να αποθέσω όλο το βάρος της παντελούς ήττας μου; Πώς ποτέ αυτός ο ακατανόμαστος σωρός των αποτυχιών, των χαμένων σκευών, των τσακισμένων, συντριμμένων ευθειών, θα μπορούσαν να ολοκληρώσουν ένα ταξίδι; Είναι δυνατό η τεθλασμένη να γίνει ευθεία ταξιδιού γαλανή; Τι το αδιάψευστο μπορώ να διακρίνω στις ταπεινές κινήσεις μου; Πιεζόμενη από των θλιβερών τας επαγωγάς και τους χειμασμούς της ψυχής, η μνήμη άρχισε ν' αδειάζει το περιεχόμενό της όπως μια βρύση βγάζει το νερό. Προίκα μου φτωχιά, εσύ κουτί γεμάτο με τα ενθύμια και τις φωτογραφίες, ποια λαχτάρα με συνεπαίρνει πως τάχα άμα σ' αφήκω άδειο θα 'χει κιόλας σχηματιστεί η θάλασσα, με τα κύματα τα ικανά να ζωντανέψουν σε καινούριο βλαστάρι το βουβό λιθάρι της αναίσθητης μνήμης;