Με το χέρι στον ώμο με αποχαιρέτησε
θα ξανάρθει το πρωί είπε
Ξοδεύει η νύχτα τις αγκαλιές των ναυαγών
κρεβάτια κύματα αγαπητικά
Βουτάει το φεγγάρι αγκίστρια γεμάτο
για στίχους που φύτρωσαν
πάνω απ' τα κουφάρια θαμμένων ποιητών
λόγια ανείπωτα δεμένα σκοινιά σε απομεινάρια πλώρης
ψάχνοντας αέρα και φως καλοκαιριού
πνίγονται σιγά σ' ένα ποτήρι αλμυρό
μάτια που κλείδωσαν τα μυστικά τους
σε μια παλιά υδατογραφία
Ξοδεύει η νύχτα πανσέληνο
τραγούδι στα χείλη μελλοθάνατων
σαν αύριο να μην έχει
άλλο σκοτάδι ούτε και φως ούτε
σεντόνια απλωμένα στις ταράτσες
προσύμφωνα παράτασης αναπνοής
μέχρι ν' ακουμπήσουν τα γόνατα στο χώμα
Ακούστηκαν βήματα
θα επέστρεψε η μέρα
να μαζέψει άδεια μπουκάλια και ξερατά