MERCEDES by tvxorissinora
Υπήρχε ένα μικρό κτίσμα στην άκρη της δημοσιάς καμιά δεκαπενταριά τετραγωνικά όλο κι όλο. Στη μέση ένα παράξενο μηχάνημα σαν τεράστιο μικροσκόπιο, μ' ένα μεγάλο μοχλό που όταν τον κατέβαζες, έπαιρνες μια ωραία κονσέρβα από σταφύλια και άλλα φρούτα που κρατούσαμε να τρώμε το χειμώνα. Όταν κυκλοφόρησαν στην αγορά τα “έτοιμα”, το οικολογικό κονσερβοποιείο έκλεισε και το κτίριο παρέμενε ανεκμετάλλευτο μέχρι που κάποιος έριξε την ιδέα να στεγαστούν εκεί τα γραφεία της “Θύελλας”. Πήραμε μπογιά και γράψαμε απ' έξω με κεφαλαία γράμματα: ΓΡΑΦΕΙΑ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ. Μπάλα παίζαμε ως τότε στα τσαΐρια. Ανάλογα με τη διάθεση του ιδιοκτήτη αλλάζαμε κάθε χρόνο έδρα, κουβαλώντας τα γκολπόστ που μας έφτιαξε ο φανατικός της ομάδας επίσημος χορηγός και μαραγκός. Το πρόβλημα ήταν με τη μπάλα. Είχαμε μία με σαμπρέλα που τη φουσκώναμε με το στόμα όπως τα μπαλόνια και στη μέση του παιχνιδιού ξεφούσκωνε, άσε που πάθαινε και συχνά “φούιτ” όταν την κλωτσάγαμε μέσα στα τσαλιά. Έγραφα συχνά γράμμα στον πατέρα να μου φέρει μια “ποδοσφαιρικιά” και ω του θαύματος, μια ασπρόμαυρη, γυαλιστερή, με πολύγωνα τακάκια, με βαλβίδα που φούσκωνε με τρόμπα, κύλισε στο πράσινο χορτάρι.
Τώρα τα πράγματα σοβάρεψαν. Είχαμε γραφεία αθλητισμού, μπάλα, δοκάρια, δίχτυα, ναι, συρράψαμε κάτι υπολείμματα από σιατσμάδες σκαλωμένους στο ποτάμι, μας έλειπε το γήπεδο. Ο κοινοτάρχης στην αρχή μας κορόιδεψε, όταν μαζευτήκαμε έξω από το καφενείο με πλακάτ, μα την άλλη μέρα που μέτρησε τα σπασμένα κεραμίδια απ' τη στέγη του σπιτιού του, φάνηκε ν' αλλάζει γνώμη αφού όχι μόνο μας παραχώρησε ένα χέρσο χωράφι της κοινότητας, έστειλε κι ένα γκρέιντερ να το ισιώσει. Πήραν χαμπάρι τα φαντάρια που είχαν έρθει με την επιστράτευση και μάθαμε ότι στην ομάδα πρέπει να υπάρχει προπονητής και για το παιχνίδι, διαιτητής. Η ομάδα, θύελλα πραγματική, πετούσε. Πήραμε σβάρνα τα γύρω χωριά, έπαιζαν μαζί μας και κάτι νεαροί φαντάροι, στην αρχή παίζαμε για τη φανέλα, ύστερα βάζαμε δυο αρνιά και μετά το ματς τα τρώγαμε όλοι μαζί, τα χρόνια περνούσαν και κάποια στιγμή το δεκάρι το καλό, μετοίκησε εις το κλεινόν άστυ.
Έπειτα πέρασε σαν θύελλα κι ο εκσυγχρονισμός. Έκαναν λέει αναδασμό, βούλωσαν τα δυο ποτάμια κι άφησαν μόνο τον κοκκινοπόταμο και κούρεψαν γουλί τον κάμπο. Πάνε τα σουούτια, τα μιλέα, τα καβάκια, τα δρομάκια, οι γωνιές, τα ρυάκια, πατέρα πού είναι το “μάντσιαλο”, “του τερζή η γκιόλα”, το “καβάκντερε”, ο “αντάς”; Να εδώ είναι ο αντάς, εδώ ήταν τα καβάκια κι από κει οι καρυδιές. Το μόνο απείραχτο ήταν ένα δρομάκι γεμάτο αγριάδες, μοναδική ανάμνηση απ' τον παράδεισο. Πέρασαν κι άλλα, χρόνια πολλά, τώρα το γήπεδο γεμάτο τσαλιά ένα μέτρο, πού παιδιά να παίξουν, γεμάτα τσαλιά και τα περισσότερα σπίτια, στα λίγα που τη νύχτα έχουν φως, μένουν ένας ή δύο το πολύ και η μνήμη πριονοκορδέλα.
Στη φωτο εικονίζεται το δεκάρι το καλό να χάνει το κρίσιμο μπέναλτι.
Ποτέ στη ζωή του δεν ξαναχτύπησε..