Φυσάει απόψε. Θα μου πεις, παντού φυσάει πότε πότε. Μα σαν ακούς το φύσημα, τρέχεις να ανεβάσεις τα τεντόπανα, να κατεβάσεις τα ρολά, να μη χαλάσει τον ύπνο σου η εκτός τόπου και χρόνου έναρξη της νυχτερινής συναυλίας της ορχήστρας του τυχαίου και του ανεπανάληπτου ή διαλέγεις νυχτερινός ακροατής, να σταθείς στο πόντιουμ, να αντιστίξεις τον υπόκωφο κι αγριεμένο ήχο της θάλασσας με τις κολορατούρες απ' τα φυλλώματα των δέντρων. Αργότερα θα ξεσπάσει βροχή και η αλεατορική μορφή της σύνθεσης θα παραχωρήσει τη θέση της στην αργή, επαναληπτική δράση της ελάχιστης αντίληψης της ροής του χρόνου. Ενδέχεται να ακολουθήσει ένα κρεσέντο καταιγιστικής πτώσης κρυστάλλων χαλαζία σ' ένα στρέτο μαεστράλε που θα ζήλευε και ο κάντορας της εκκλησίας του αγίου Θωμά της Λειψίας.
Σιωπή. Το αντάντζιο της θάλασσας φτάνει ως εδώ. Μια τρίλια, μια ανάσα κοφτή, ένα στραβοπάτημα της αιθέριας σοπράνο. Καταρρέει η σκηνή κι ο κόσμος τρομαγμένος στη θέση του. Πλησιάζει η ώρα της αναχώρησης, στη σειρά περιμένουν οι παραλήπτες των επιθαλάσσιων συνθέσεων, να τις χωρέσουν στα παζάρια της επικαιρότητας. Μα πού να στριμωχτούν τόσα λείψανα αγιοσύνης στον ίδιο κι απαράλλαχτο βράχο της συμφωνίας των κυμάτων; Θα πάρει καιρό να γίνει νησί ο αμμοσύρτης και να πατήσουν χώμα οι βασιλικοί και τα γεράνια. Ως τότε θα ταξιδεύουν καβάλα σ' ένα δελφίνι φορτωμένο με τις παραλλαγές της ανοιχτής θάλασσας.