Σου γράφω σαν να χάθηκα κι εγώ
στον απόηχο μιας μπάντας από μελλοθάνατους στρατιώτες
ένα σακούλι με γράμματα άχρηστα
και ακαταλαβίστικα τσιτάτα
Μα πώς να πεθάνω αφού ακόμα δε γεννήθηκα
και ποιος θα νοιαστεί αν στ' ακροδάχτυλά μας
φυτρώνουν άγριες λέξεις;
Κάπως έτσι περιμένουν οι παπαρούνες τον αέρα που θα τις σκορπίσει
μια ζωή ολόκληρη για ένα σύντομο χαμόγελο
κι αυτό να μη φανεί αληθινό
Λοιπόν τα καταφέρανε να μας λυγίσουν σαν τις πρόκες στο τσιμέντο
κι αν βρεις μια γη που θα δεχτεί να μας σκεπάσει
δίκιο θα 'ναι να χωρέσουν κι άλλοι
με τους σταυρούς δεμένους στα ποδάρια
κορμιά με τα πουκάμισα ανοιχτά ίσια στο σκόπευτρο