Δεν είχα ποτέ ανάγκη να γράψω ένα ποίημα. Ποτέ δεν είχα αυτό που λένε έμπνευση. Μα εκείνο ερχόταν απρόσκλητο σαν ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, ένας ενοχλητικός μουσαφίρης σε μια σελίδα που έπλεε πάλλευκη. Βδομάδες ολόκληρες ή και μήνες, ένα ενοχλητικό πετραδάκι στο παπούτσι, ένα αδέξιο τράβηγμα απ' το μανίκι, ένα ποτάμι λέξεις και μετά... τέλος. Σαν ξαφνική νεροποντή, λίγο πριν τον πνιγμό έκλεινε τους κρουνούς και χάνονταν τα νερά στις χαραμάδες.
Απ' το παράθυρο βλέπω τον κόσμο να κυλάει στην ώρα του. Τα επίκαιρα και τα τρέχοντα, η απαλή βύθιση μιας απεγνωσμένης μέρας. Δεν με ηλεκτρίζει πλέον η οθόνη ούτε οι πρωταγωνιστές της, ούτε τα παραγωνίσματα για μια προσωρινή λάμψη. Τι θαύμα! Η ησυχία η απρόβλεπτη μετά την έκρηξη των ηφαιστείων, τα κεραμίδια σταμάτησαν να στάζουν, μούδιασε μετέωρο το ποδάρι μου, διαλέγω ένα ένα τ' άρματα, καιρός για έξοδο ηρωική από ένα μέλλον χωρίς παρελθόν.