ούτε μια κρούση
ούτε μια συνάντηση μετάλλου με το βαμβακερό του είδωλο
μικρές κόκκινες φωνές ανάμεσα σε συμπαθητικές χορδές
ένα μπαρόκ λαούτο ανεκτίμητο
κι ένα μαδριγάλι αόρατο
κι ανάμεσα στην ανθισμένη αντίστιξη
ένα αλτάκι με δάκρυσε
αφιερωμένο στη μικρή μου θυγατέρα
που απόψε σολάρισε στο μεγαράκι, όπως της αρέσει να το λέει,
κι όταν γυρίζοντας σπίτι τη ρώτησα πώς σου φάνηκε, μπαμπά πεινάω