Μ' αρέσει να τρυγώ στίχους το φθινόπωρο. Να ξεδιαλέγω ανάμεσα στα κίτρινα και κόκκινα φύλα, τους ζουμερούς καρπούς της αστείρευτης αγάπης του ανθρώπου για τον άνθρωπο. Να περπατώ πάνω στα ξερόχορτα και να βουλιάζουν τα παπούτσια μου στα μυστικά της γης, ένας επισκέπτης με δικαιώματα θανάτου που προς το παρόν ασκείται στο δικαίωμα να ζει.
Είναι λοιπόν ο φόβος που με κάνει να κλείνω το παράθυρο, να τραβώ τις κουρτίνες και να βυθίζομαι στα σκεπάσματα με μια μυρουδιά φρεσκοκομμένου βασιλικού; Ψάχνω την καταγωγή της μνήμης σε φευγαλέο πέρασμα χελιδονιού, μια γεύση επιτάφιου ρόδου, μια τιράντα που δε λέει να συμμορφωθεί, ένα τσούρμο σκολιαρόπουλα σε ευφορία εκδρομής, η μάνα φορτωμένη κληματόβεργες, την ώρα που πέφτει το φως αρχίζει το ταξίδι.
Ο φόβος μη λησμονήσω τ' ακροδάχτυλα της λεμονιάς, ένα βράδυ όλο φεγγάρια κι ακόμα καίνε οι καλαμιές.
Και πριν μακάριος βυθιστώ στ' ακρονήματά μου, νάσου ο πραματευτής, ευκαιρία δε χάνει να αναμετρηθεί μαζί μου. Είναι αυτός, ο γνωστός επαίτης εξαιρετικών συμβάντων, γονυπετής στις εξόδους των εμπορείων, κοφτερός όμως σαν ξυράφι όταν βρει την πόρτα ξεκλείδωτη. Χρόνια κρατάει η μάχη. Πότε εγώ, πότε αυτός, πότε κι οι δυο πέφτουμε στο χώμα νικημένοι. Είναι ο επίδοξος εξουσιαστής μου, αυτός που επιδιώκει την πλήρη απανθρωποίησή μου, αυτός που προκαλεί τις συρράξεις των εντός μου κατοίκων.
Με ξύπνησαν καμπάνες ή ποδοβολητά παιδιών. Ο τοίχος υποχώρησε απ' τις ριπές παλιών ανέμων. Πέρασαν έτσι δίχως άδεια κάτι τσαλακωμένες φωτογραφίες, φτηνά ανταλλάγματα με ήχους ασπασμών. Οι φράχτες μου κατέρρευσαν και κάποιος έβαλε φωτιά στο τετράδιο με τα τραγούδια
Ό, τι προσμένω πλέον είναι φύλλο ξερό που κάνει βόλτες στο ταβάνι. Κι αν θυμηθώ πού έκρυψα το κουτί με τα ποιήματα, κάποιο χέρι έχει προλάβει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου