Άνθρωπος παντού. Ψηλός, κοντός, άρχοντας, φτωχός, ένδοξος, καταραμένος, σοφός και ποιητής, φουκαράς και ταπεινός, η υψηλότης του διόλου απασχολεί τον ψηλό πεύκο που δεν τον βλέπω αλλά τον μυρίζω και κάτι έντομα και μικροερπετά που μου γαργαλούν τις πατούσες. Αν ήμουν δέντρο, θα ήθελα να έχω γερό κορμό, πλατύφυλλα κλαδιά, ίσκιο παχύ και ώριμους καρπούς να πέφτουν στα κεφάλια των ερωτευμένων αγοροκόριτσων. Αν ήμουν θάμνος, θα ευχόμουν να μη με πλησιάσουν τα πυρά απ' το πεδίο βολής ή να μη με ξεριζώσουν και στη θέση μου να μπουν τα θεμέλια ενός ακόμα οίκου ευγηρίας. Τα δέντρα όμως δεν θέλουν να μοιάσουν σε κανέναν. Τι ενδιαφέρον θα είχε για ένα κυπαρίσσι η ποιότητα της προβολής του ενταφιασμένου παρελθόντος μου, παρά να μου παρέχει τόπο χλοερό και αναπαύσεως; Μια ξηρασία, κάποια πυρκαγιά, ένας αγενής ξυλοκόπος, κι ούτε ένας συγγενής έστω κι από υποχρέωση. Κι εγώ θαμμένος μέσα στον κόσμο των ιδεών, το μαρτύριο της συνείδησης, το άγνωστο που με πλακώνει κι εκείνη η αφόρητη μυρουδιά των επιτάφιων ρόδων.
Τόση ώρα με κοιτάει και δεν μπορώ να κουνήσω ούτε τα μάτια μου. Πέρασε από νωρίς, τρόμαξε κι εξαφανίστηκε. Και να τώρα που επέστρεψε σαν να εισακούστηκε η ευχή μου. Με τρώει η περιέργεια, γιατί περιμένει μια δική μου κίνηση; Κάνει πως τρώει, πως δε με προσέχει, μα τα μάτια της δε με αφήνουν δευτερόλεπτο. Η καύτρα απ' το τσιγάρο μού καίει τα δάχτυλα, τι να σκέφτεται άραγε, ή καλύτερα, μπορεί μια αλεπού να στοχάζεται; Με βρίσκει τάχα ωραίο όπως τη βρίσκω εγώ ή εκείνη με βλέπει σαν μια δεσποινίδα της Αβινιόν ή μια στρεβλή φιγούρα του Μπέικον; Παρ' όλα αυτά νομίζω πως με συμπάθησε. 'Εκανε το πρώτο βήμα, πλησίασε μια παρατημένη παντόφλα, την άρπαξε με τα δόντια της αλλά δεν έτρεξε να φύγει. Συνέχισε να με κοιτάει ακίνητη περιμένοντας ίσως τη συγκατάβασή μου. Άφησα το τσιγάρο να πέσει πάνω στο τσιμεντένιο τραπέζι, εκείνο κύλησε στο χώμα, σηκώθηκα απότομα για να αποτρέψω μια ανεπιθύμητη πυρκαγιά, η αλεπού εξαφανίστηκε μέσα στις ελιές κι απόμεινα πάλι στη μοναξιά μου, ευχαριστώντας την για την πολύτιμη συντροφιά που μου χάρισε.
Τόση ώρα με κοιτάει και δεν μπορώ να κουνήσω ούτε τα μάτια μου. Πέρασε από νωρίς, τρόμαξε κι εξαφανίστηκε. Και να τώρα που επέστρεψε σαν να εισακούστηκε η ευχή μου. Με τρώει η περιέργεια, γιατί περιμένει μια δική μου κίνηση; Κάνει πως τρώει, πως δε με προσέχει, μα τα μάτια της δε με αφήνουν δευτερόλεπτο. Η καύτρα απ' το τσιγάρο μού καίει τα δάχτυλα, τι να σκέφτεται άραγε, ή καλύτερα, μπορεί μια αλεπού να στοχάζεται; Με βρίσκει τάχα ωραίο όπως τη βρίσκω εγώ ή εκείνη με βλέπει σαν μια δεσποινίδα της Αβινιόν ή μια στρεβλή φιγούρα του Μπέικον; Παρ' όλα αυτά νομίζω πως με συμπάθησε. 'Εκανε το πρώτο βήμα, πλησίασε μια παρατημένη παντόφλα, την άρπαξε με τα δόντια της αλλά δεν έτρεξε να φύγει. Συνέχισε να με κοιτάει ακίνητη περιμένοντας ίσως τη συγκατάβασή μου. Άφησα το τσιγάρο να πέσει πάνω στο τσιμεντένιο τραπέζι, εκείνο κύλησε στο χώμα, σηκώθηκα απότομα για να αποτρέψω μια ανεπιθύμητη πυρκαγιά, η αλεπού εξαφανίστηκε μέσα στις ελιές κι απόμεινα πάλι στη μοναξιά μου, ευχαριστώντας την για την πολύτιμη συντροφιά που μου χάρισε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου