Νομίζεις, ότι τρως, ότι ακούς, ότι διαβάζεις, πως φυσάς δεξιά κι αριστερά να σβήσουν τα κεριά, να ονειρευτείς επιτέλους μια νύχτα σκοτεινή χωρίς εσένα, xωρίς τα κλαψουρίσματα απολεσθείσας μήτρας.
Νομίζεις, άρα υπάρχεις στο ύψιλον και στο ωμέγα αφού κιότεψες στο πρώτο σου άλφα, εκεί που στα καίρια των λέξεων δίστασες ν' αποτυπώσεις την αγωνία σου και την κρατάς παραμάσχαλα εκλιπαρώντας την εύνοια των καιρών. Αλλά, φευ! Ο παράδεισος παραδόθηκε άοπλος στην καταιγίδα των υστερισμών και των αναγκαίων αγαθών, μέχρι που να πεις θα φτάσω, κάτι σε σπρώχνει και πάλι απ΄ την αρχή. Α, το πέρασμα, εκείνο το απλησίαστο μονοπάτι, που όταν το βρεις πάλι διστάζεις, είναι βαριά η καταδίκη, με μια λέξη μπαίνεις στον παράδεισο, με όλες τις άλλες υφαίνεις την κουρελού του τελευταίου σου ασπασμού, πιότερο να φτύσουν στον τάφο σου, παρά να σε πηγαίνουν πέρα δώθε, στα αζήτητα της ευγηρίας. Όχι ακριβώς, θα απαντούσες, η σιδερογροθιά των λέξεων αφήνει παράθυρα ανοιχτά, φως ασπρόμαυρο και μια υποψία πένθους για κείνο που έρχεται μα δε φτάνει κι όλο γυρίζει ο κόσμος μέχρι να νυστάξει, να κοιμηθεί.