Κάπως έτσι εδώ
μακριές ουρές με λόγια ασύρματα
πολυώροφα αγάλματα μαυριδεροί αγκώνες
μια αρμαθιά γδαρμένα γόνατα η άσφαλτος
ουλές από κοντά βαριά ποδάρια
δε μοιάζουν με τις πατημασιές στις όχθες της μάριτσας
τ’ αφράτο κοκκινόχωμα κι ο κούκος στα καβάκια
να προσκυνούν τα ηλιοφέγγαρα τον Αύγουστο
Εδώ δεν έμεινε ούτε ένας
που να μιλάει τη γλώσσα των πουλιών
μια υποψία ζώου
τους γνέφω, τους μιλώ
περνώ από μέσα τους
μα εκείνοι βιάζονται να κόψουν το νήμα
να προφτάσουν την αθανασία
Εδώ κανένας δεν πιστεύει
πως την ώρα που οι κορφές ανθίζουν
τότε πρέπει με το σβανά να τις θερίσεις
για να καρπίσει αραβοσίτι η ανθρωπιά σου
να κατεβείς μια και καλή από το βάθρο
και να χαθείς κοκκινοφτερίδα
στα πράσινα νερά της μάριτσας