Πάει καιρός
που έξω απ’ την πόρτα δεν ακούγεται κανείς
μόνο κάτι αντάρτες πρόγονοί μου
ψάχνουν για σπασμένα κεραμίδια
πού και πού με ξαγρυπνούν
κοιμάμαι αγκαλιά μ’ ένα βαζάκι νότες
τραβώ κάθε μέρα μία
και την πετώ απ’ το παράθυρο
μα αυτές οι άτιμες
δεν τελειώνουν ποτέ
και ο χρόνος κυλάει στα πεδινά του κόσμου
γυρεύοντας ανήφορο