Η κυρία Ραμπίρεθ άπλωσε το πουκάμισο στη σιδερώστρα
άφησε το σίδερο απαλά να σαλπάρει ανάμεσα στις πιέτες
απέφυγε με μαεστρία τα δυο μανικετόκουμπα
και ξανοίχτηκε καπετάνισσα στο βαθύ μπλε με τις άσπρες ρίγες
Καθώς απομακρυνόταν από τη στεριά άγρια χαρά τη διαπέρασε
όταν φαντάστηκε τον κύριο Αλφόνσο με ασιδέρωτο κοστούμι
με μεταχειρισμένο σώβρακο και κάλτσες βρώμικες
να χάνει την προαγωγή γιατί κανένας δεν τον ξύπνησε το πρωί
κανένας δεν μαγείρεψε το μεσημέρι
και φυσικά κανείς δεν ασχολήθηκε με τα ρούχα του
Η κυρία Ραμπίρεθ κάθησε στην κουπαστή
και τραγουδάκι πρίμο αεράκι σκαρφάλωσε στα χείλη της
να 'ταν τα μάτια σου αστέρια καλέ μου
να 'ρθουν να με φωτίσουν
να μη χαθώ στο πέλαγος
να' ταν η ανάσα σου πουνέντες καλέ μου
για να με φέρει πίσω
Μάιρα είδες τα τσιγάρα μου;
Η κ. Ραμπίρεθ τσαλάκωσε βιαστικά το χαρτί και το έκρυψε στον στηθόδεσμό της
σιγά να μη γίνω κι εγω σαν αυτόν τον παλαβιάρη
ψιθύρισε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου