Να φύγουμε-είπανε-δε νταγιαντιέται πια τούτη η μιζέρια
ο κακός θάνατος δε νταγιαντιέται. Και που θ΄αφήσουμε τους πεθαμένους,
τα κόκκαλα, τα σταμνιά, την καμπάνα; Αϊ, ο ίσκιος της ελιάς το μεσημέρι
τ΄ αμπελάκι κατάγναντα στο πέλαγο, τα βατράχια τη νύχτα.
Πονιέται αυτό το χώμα. Και ποιος θα διαφεντέψει
το σκυλί, το σπουργίτι, τ΄ αλώνι; Κείνο το πέτρινο χέρι
κομμένο από τον αγκώνα - τι να σου κάνει; Το καπίστρι
γερά το κρατάει, - μα την αξίνα, το κλαδευτήρι, το φτυάρι;
Κι αν πάρει ο αγέρας τ΄ άχυρο; Κι αν οι αντίχριστοι ξεθάψουν
την καραμπίνα απ΄ τ΄ αχούρι;- πού να πεις πια πατρίδα;
Κάτσαν στο χώμα βγάλαν τα παπούτσια τους λύσαν
τους κόμπους της πετσέτας φάγαν το ψωμί τους. Και τα ψίχουλα
τα μάζεψαν ένα ένα, τα ΄βαλαν στην άσπρη πέτρα
να βρει το μωρουδέλι χελιδόνι, μην ψοφήσει.
Κάναν το σταυρό τους. Δε φύγαν.