Τελείωνε το ποίημα όταν πλησίασα.
(Ήταν αθάνατος ή όχι;)
Του μιλούσα κι αυτός έβλεπε πώς πίνουν νερό τα πουλιά
του μιλούσα κι αυτός έπαιρνε τη σάλπιγγα
να τραγουδήσει νεκρούς...
Του 'δειχνα τ' άσπρα μου μαλλιά μ' αυτός δε φοβόταν
τον θάνατο,
του 'λεγα να 'ρθεί μαζί μου να γελάσει
να χορέψει ή να κλάψει κάτω απ' τη θλιμμένη βροχή
μ' αυτός βρήκε βάναυσα τα λόγια μου
κι έφυγε κρύβοντας την παρουσία του στο πλήθος
όπως το λαβωμένο ζώο στο δάσος.
Από τη συλλογή Πριν από τον θάνατο (1958)