Ρεβύθια αγαπητέ κι ο ξεχασμένος ήχος της κουκουβάγιας. Και μια κωλοφωτιά που άλλοι τη λεν πυγολαμπίδα. Έτσι θα πρέπει να ξεκίνησε ο κόσμος, ούτε που θυμάμαι πώς. Κάθομαι ναυαγισμένος στη μικρή βεράντα, περικυκλωμένος από φυλλωσιές που δεν ξεχωρίζουν αν είναι κληματόφυλλα, μουριές ή καϊσιές κι ένα φως στην κολόνα που παριστάνει το φεγγάρι. Το σπίτι, η μάνα, τα παραθυρόφυλλα ανοιχτά κι ο μπαχτσές απαράλλαχτος. Ρεβύθια αγαπητέ τα μνημονικά σου που πράσινα τ' απολαμβάνεις κι όταν ξεραθούν θέλει χέρια γερά για να ξεριζωθούν.