Πλησιάζει κατά πως φαίνεται εκείνο που λαχταρούν οι άνθρωποι είτε στον ξύπνιο, είτε στον ύπνο τους. Και πώς να ψέξει κανείς το ανήμπορο; Η ατομική κλίμακα του καθενός προστάζει την υπεροχή, οι ξεθυμασμένοι προστάτες του δημόσιου βίου ακινητοποιήθηκαν στη μέση της διαδρομής, ο πολιτικός νους αποκοιμήθηκε στις παλιές ευκολίες της κυνικής αποκάλυψής του, πόσο θα κρατήσει άραγε ετούτη η νύχτα; Δε γυρνάει το κόζι πια ούτε ζερβά, το ψηλαφητό επίγραμμα δεν διαβάζεται με αρχαίους κώδικες, κανείς δεν ευνοείται από τη συνέχεια του γραμμικού του χώρου, της αληθινής διάστασης της ψυχής του.
Πλέκω με λόγια αυτά που δεν ξέρω με τις λέξεις. Ο ευλογημένος χώρος των υποθέσεων χαρίζει στον καθένα ένα ποσοστό ευγηρίας με την ασφάλεια που παρέχει η ελεγχόμενη αυτογνωσία. Μα τι ο άνθρωπος από ένα ημιτελές σύμπαν; Γνωρίζω μόνο ελάχιστα μα αυτά που ξέρω είναι έτοιμα να αναμετρηθούν με το μέγιστο. Ο Ένας απέναντι στο μεγαλείο των αντιθέσεών του. Ο κορμός ενός δέντρου αντιμέτωπος με την καρποφορία του. Η σιωπή ενός βουνού με το θόρυβο ενός αεριωθούμενου. Ο άστεγος μετανάστης με τη θέα ενός κάδου σκουπιδιών. Δεν πλησιάζει κανείς στο λάκκο που βράζει ο ασβέστης, ωστόσο ποιος θα βρει το θάρρος να πει, μια σκνίπα είμαι, ένας λαμπτήρας πυρακτώσεως μου φτάνει για καώ με γενναιότητα;
Μια απότομη στραβοτιμονιά, μια επαγωγή στα φθαρμένα καλώδια, ένας κόσμος γεμάτος παραθυρόφυλλα και λεμονιές, η γλυκύτητα της ανυπαρξίας.