(Β.Κ., νερόχρωμα, 2009)
βρέχει στον ύπνο μου μεθυσμένα νερά -
οραματίστηκα έγκαιρα, χωρίς να ειδοποιήσω.
από το όνειρο με το λευκό πουκάμισο
ως τη περιπλάνηση τυφλής οδοιπορίας - ήξερα :
θα ανηφορίζαμε ακατάπαυστα μέχρι να ψυχθούμε
θα λείπω από σήμερα, σκέφτηκα
είναι αστόχαστος ο καιρός
και η αλήθεια είναι καμπύλη.
*
σε ακρότητες αντίστροφης προοπτικής διαστέλλεται η κτήση στον έρωτα.
σπασμός που ταλαντεύεται στο εδώ σου - στο εκεί - αυταπάτη συνενοχής
σε μυστικά αιώνιας αντήχησης.
όσο σκωρία έλασης
άσπρου και μαύρου η άμεση ζωή.
*
τινάζεις τις σταγόνες από τη βροχή - επαίτης και φεύγουσα -
από τα γκράφιτι της όρασής σου
δε λέω - μετριέται ο χρόνος
ανατοκίζεται βεβηλώνεται θριαμβεύει σε τόπους πειρατείας
λατρεύεται ως την αυθαιρεσία της βεβαιότητας ενός τίποτα με βλέψεις όλου
φαιδρή διακωμώδηση συν - ουσίας
*
σπαταλιέται το χρώμα σε προκλήσεις
ένα παιχνίδι μορφών - μίγμα τύχης
ελάχιστο απόθεμα χάους, για ανακύκλωση
*
το προφανές δεν περιγράφεται εύκολα - όπως γράφεις σε νοτισμένο τζάμι..
ανάλογα με τη γωνία που το κοιτάς, ας πούμε καθισμένος στο πίσω αριστερά κάθισμα του τραμ, βλέπεις μια λέξη..
από το κέντρο δεξιά ξεχωρίζεις το περίγραμμα μιας χορεύτριας του Ντεγκά..
όρθιος μπροστά αναρωτιέσαι αν είναι μια εξίσωση .
ο χώρος είναι περιορισμένος όπως και ο χρόνος, όπως και τα μυαλά,και η αντοχή.
χωρίς περιορισμούς ο φόβος. και η αλλοτρίωση. και η εκούσια τυφλότητα.
η προμελετημένη αισχρότητα.
τα εικονογραφημένα αξιώματα χάνουν συνεχώς την ισορροπία τους . πέφτουν απο το γενικό στο ειδικό και τ΄ αντίθετο.
χρόνια τώρα, ίδια δημόσια έκπληξη, ίδια χονδροειδής
εξομοίωση των αλλοτρίων, απαράλλαχτος κρετινισμός υποφέρω πια από χρόνια φαγούρα.
το μαύρο άσπρο και με απόλυτη φυσικότητα μέσα σε λυρικές μπλόφες και τσαρλατανισμούς για να γίνεσαι μόνιμη ρεζέρβα και συνένοχος της βλακείας.
απλώς, ζήτημα σκηνοθεσίας.
*
στις λέξεις που η ψυχή δεν ριζώνει
στους φθόγγους και στα νεύματα-
οι λάμψεις της αντήχησης του έρωτα.
στις παρεκτροπές ενθρονίζεται-
ανάσα οριακής ταλάντωσης
δεμένος σε έκσταση καταστροφής.
*
ένας αέρας πηχτός
με πόρτες ορθάνοιχτες
που δεν διαβαίνεις να αναπνεύσεις
*
σφυρίγματα αποδοκιμασίας σε τακτοποιημένο αμετάβλητο
καρφιτσωμένο στη γλώσσα σου.
όσο πλαταίνουν οι νύχτες,
παράσταση σε τυφλά μάτια, "ο καραγκιόζης αστός".
στη σπατάλη του λόγου
σκέψεις κομμένες στρογγυλές .
*
όταν γίνομαι εξαιρετικά ηλίθια για να σκέφτομαι πως αν οι λέξεις ήταν κατανοητές από όλους και όλοι μπορούσαν και ήθελαν να τις τοποθετήσουν εκεί ακριβώς που θα ταίριαζαν με το νόημά τους, φτάνω στο αποχαλινωμένο συμπέρασμα πως δεν θα χρειαζόταν να χάνει κανείς διαρκώς την ισορροπία του σ΄ αυτό το γελοίο τσάρλεστον που ζούμε..
αμέσως μετά ψάχνω τα κοινά σημεία της λέξης "ιδιώτης" με τη λέξη "ανόητος"..
*
τι να γράψω για ζωγραφική και μοντερνισμούς με τέτοια κατιούσα ανηθικότητα που με καλεί να μη σκέφτομαι και να φρονιμέψω γιατί θα με κάνουν da-da οι ευρωπαίοι "φίλοι".
καιρό τώρα είχα πάθει κράμπα στον δεξιό ώμο με όσα άκουγα και κατάντησα να συγχέω τα μαθηματικά με τα λαϊκά άσματα αλλά με όσα έχω ακούσει και διαβάσει την τελευταία εβδομάδα αντιμετωπίζω τις σκέψεις μου σαν ψείρες που άδουν παραπαπαμ αφέντες!
σκέφτομαι να κάνω πρόβες στο "εμπρός της γης οι κολασμένοι" και αναζητώ συνθέτη για μιά πιό τζαζ εκδοχή..
*
oι εξάρσεις με σαρκάζουν
με αποκοιμισμένη ή ξύπνια ψυχή
όλα φεύγουν και επιστρέφουν
σε ακτίνες μαντάτων.
ν΄ ακούς – ν΄ ακούς, λένε
και παλιώνουν στη δική τους σιωπή.
θέλω τη νύχτα να γίνει διπλή η σελήνη
και οι άγνωστες γλώσσες , δικές
αναγνωσμένες και καινούριες μαζί
θέλω ένα κίτρινο τραγούδι της σκέψης:
θα γίνουμε,
θα ελαφροπατήσουμε
θ΄ ανασάνουμε
θα ντυθούμε..
*
στη μέση τού ουρανού
πώς μέχρι εκεί και από το πού
δεν θυμάμαι..
θυμάμαι το νερό να καίγεται
σαν υστερόγραφο μέσα στα μάτια
στη μέση τής θάλασσας
έως το σήμερα,
ζωγραφισμένο στη παλάμη μου
*
στα σχήματα τού νερού παρά ταύτα αντιστέκομαι
στη χρονιά τού απτού με χέρι μαξιλάρι.
σωρεύοντας χαλίκια στο δέλτα και στον καθαρό βυθό,
στο μεταξύ τού φανερού και τού βλέμματος.
ο χρόνος τού κλήδονα δαγκώνει τα κέντρα βάρους
τι παίρνει τι σαρώνει τι τελειώνει
παραμονεύει να δείξει τη φτήνια του.
το σημάδι εντός, πρυμνήτης αισθήσεων
ξυστά τής όχθης - στο νερό το αγνάντεμα.
κι η θραύση τού χρόνου περικυκλούσα τού τόπου μου
ηχώ μόνη τής νύχτας των κυματισμών
με απορροές γεγονότων που φυγαδεύουν τη σκιά τους.
στο τελωνείο που άφησα τις διαθλάσεις των λάμψεων τής σελήνης
εξομολογούμαι το αμάρτημα : θεραπεύομαι οίκοι.
δεν συμμετέχω, δεν πορεύομαι, δεν διεκδικώ
αναζητώντας τάχα τις τέχνες που χρωματίζουν
τους καπνούς και τις λάμψεις των δρόμων.
*
Στην εποχή τής απραξίας,
ντουλάπες με καθρέφτες οι είσοδοι τών ονείρων
Τυφλοσόκακο η φυγή, για πού.
Η ζωή είναι γεγονός-
ασημένιο κουταλάκι για αψέντι.
Αποδημητικές οι λέξεις-
συστάδες νεύρων,
οι συνταγές τού καινούριου σκοπού.
Στη παρέλαση ολόκληρου τού κόσμου
διαβάζω μιά μοίρα νεφών σε χάρτινα ηλιθιοπωλεία
ακατάβλητη κι αμέτοχη,
παρεγγελιοδόχο ψεύτικων ποιημάτων-
διφορούμενων σονέτων
για θερμογενείς χίμαιρες.
Στην υγειά τους , το κρασί τών εραστών-
μοναδικός λόγος για να τρομάζω πολύ.
*
στον ίλιγγο της καμπύλης
δοκιμάζεις φτερά που δεν είχες
και μέτοικος καίγεσαι
χωρίς μάχη, χωρίς αγγεία
στη σαγήνη του κόκκινου.
στη κόψη της σκέψης
κοιτάζεις και κοιτάζεσαι κατάματα
στην κλεψύδρα του τώρα.
τα δάχτυλα ζωγραφίζουν υγρή τη λέξη
καρδιάς πολύεδρης
σε τελάρο λερό που εκρήγνυται
για να σκορπίσει ασυγκράτητο,
για να επιστρέψει
στις ρίζες του μυαλού.
*
μιας λέξης ταξίδι
μπλεγμένο σε όστρακα και πέτρες
με είσοδο ελεύθερη στα όνειρα όλα.
να μείνει,μη χαθεί
φω ς- μην απορείς -
να δέσει
μνημεκτομή χρωμάτων
και αθωώσεις μοιραίες.
μέσα στο νηπιακό κεφάλι μου
γέρνει κάποιες μέρες ένα κυπαρίσσι.
το προδίδει μια κάμψη τής κορυφής
όταν φυσούν βοριάδες
σφυρίζοντας στ΄ αριστερό αφτί.
καταπίνω κυπαρισσόμηλα
ξεχνάω ν΄ αναπνεύσω
αποθηκεύω δρόμους
σε αυριανές μνήμες.
κουλουριάζομαι μ΄ ένα χρόνο κίτρινο
στο κέντρο και ισιώνω τα φτερά μου'
(πολύ χρώμα για το τίποτα)
*
στων αισθήσεων τις βροχές
είκοσι εικόνες ώχρας
με φόντο νεροκηλίδες
στο πρόσωπό του.
ξεναγήσεις προσμονών
σε καμβά υστερόγραφων
τών μεσημεριών
αφημένων
σε δυο δάχτυλα κόκκινο κρασί
αστραπή χρωμάτων στο χάος
του άσπρου.
*****
Στην πλώρη, ομοίωση άναρθρη - απαράλλαχτη φανερή
αφήνομαι δίχως λύτρα.
Στο σίδερο, στο νερό - υπνοφόρα πλάνη έμπεδη βουβή
ξοδεύομαι σαν προφητεία.
Χτενίζω χρώματα στροβίλων
μύθους αποσπώντας ανέτοιμους
ταξίδια ισοφαρίζοντας με χάσκουσες αντοχές
ακονισμένες εκπλήξεις στο κίτρινο.
Οι ρόμβοι των εικόνων αγνώριστοι-
δεν υπάρχουν στη γραμμή τού ορίζοντα.
Ανηφορίζουν οι γραμμές φυγής έναυλες χωρίς εμένα.
Απαγορεύω τη σήμανση των ονείρων
κρατώ τούς ριπιδισμούς τού κόκκινου μόνο για μένα.
από τα "γκρίζα" της Ερμίας