Όσο ξεμακραίνω μ' ακολουθείς πιστό ελάφι
Θα σου μιλήσω για τον καιρό του παράδεισου
και συ θα κλαις
Πλατειάζουν μέσα μου τα νερά και χύνονται
ποτάμια κοκκινόχρωμα
λαχταρίζουν το σβανά οι κορφές
σπυρί-σπυρί ν' αναστηθεί ο καρπός
και στα μισά της νύχτας κάτι παλιοί φαντάροι αναστενάζουν
Για σένα μαύρο ελάφι θ' ανοίξω απόψε
ένα μπουκάλι θάνατο
Και ξεκινάει τη μοιρασιά ο χρόνος
αυτός ο μέγας κλέφτης
ανοίγουν γινωμένα τα θυμητάρια
σιγοπίνω τον πικρό καιρό και χάνω στο μέτρημα
τις λεμονιές με τ' άγουρα φιλιά
τις κερασιές της λυπημένης Παρασκευής
ένα κοντάρι μαύρες σημαίες
το μερτικό μου ένα φλασκί νερό
που μάζεψα απ' τα κληματόφυλλα
μουγκανίζουν οι δαμάλες στη θέα του αγριόχοιρου
κατηφορίζουν κουτρουβαλώντας απ' το λόφο
μπήκε Νοέμβρης κι έπιασε μπούζι
και κοκκίνισαν τα μάγουλά σου
παράτησε ο τελάλης το καμπάνι
και ξάπλωσε βαθιά στο χώμα
κι όπως σηκώθηκε βοριάς
ως τα πάνω τον σκέπασαν φθινόπωρα φύλλα
Μην ξαγρυπνάς μαζί μου
στο λέω, δε βιάζεται ο θάνατος
έφτασαν ως εδώ οι χαιρετισμοί
ανάμεσα απ' τους θάμνους και τα φυλλώματα
έσκυψα και φίλησα το χέρι της μητέρας
που με περίμενε μ' όλα της τα μανουάλια αναμμένα
μα δεν υπήρχε ούτε καμπάνα ούτε σκοινί
ούτε προσόψιο κρεμασμένο στη βρύση
γεύση από βρασμένο σιτάρι
κι αλμυρή βροχή στ' ακροχείλι
έγειρε ο τοίχος κι έπεσαν οι σοβάδες
φάνηκαν οι ρωγμές της μνήμης
λαφιάτες και γκουγκουστέρες
οι συγκάτοικοι εντός μου
Βλέπεις έμαθα να διαβάζω τ' άστρα
να μη με πιάνει πια το φουσκονέρι
κι άλλα πολλά που καταφέρνουν οι άνθρωποι
μα 'κείνο που έρχεται από πού
εκείνο που δε βλέπω μα τ' ακούω
εκείνο το σκουπιδάκι στο βλέφαρο του κόσμου
ακόμα ψάχνω για ένα πέρασμα
κι όλο επιστρέφω γεμάτος αλληλούια και ψέματα
Θα κουράστηκες μικρό ελάφι
σε τόσες ερημιές να περπατάς
στο βάθος μια πομπή θα είναι
ή πανηγύρι με τόσα φώτα και άσματα θορυβώδη
που ολοένα απομακρύνεται
κι αφήνει πίσω αγάλματα θυμητικά
ερείπια κομμάτια
Λίγο ακόμα, ένα λεπτό
αυτός ο χρόνος ο σπαγκοραμμένος
τράβηξε την κουρτίνα
ίσα που άγγιζα τα φύλλα της μουριάς